Στάθης Γουργουρής
Η ελευθερία του καφκικού παραλογισμούΦαντάζομαι θα έχετε ακούσει την φράση «Το γεγονός ότι είσαι παρανοϊκός δεν σημαίνει ότι δεν σε κυνηγάνε». Μέχρι πρότινος μου είχε κάτσει η εσφαλμένη εντύπωση ότι η φράση αυτή ανήκει στον Φραντς Κάφκα. Η φράση είναι του Αμερικανού πεζογράφου Τζόζεφ Χέλλερ, ο οποίος έγινε γνωστός για ένα μόνο έργο του, το αντιπολεμικό μυθιστόρημα της δεκαετίας του ’60 Catch-22. Ο τίτλος δεν μεταφράζεται –ανήκει στην ορολογία του αμερικανικού στρατού στον πόλεμο της Κορέας (που είναι και το αντικείμενο του μυθιστορήματος, αν και το έργο θεωρείται σαφέστατα ως χειρονομία εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ) και έφτασε να χρησιμοποιείται στην καθομιλουμένη για οποιαδήποτε κατάσταση δημιουργεί ένα γόρδιο δεσμό: στα αγγλικά double bind, δηλαδή διπλός δεσμός ή ένα δίλημμα που αέναα αναδιπλώνεται. Στη δική μας γλώσσα, θα σήμαινε έναν φαύλο κύκλο ο οποίος σε κρατά δέσμιο, γιατί οποιαδήποτε απόφαση και να πάρεις για να λύσεις το δίλημμα σε οδηγεί πάλι στον κόμπο.
Η λογική αυτή είναι καθαρά καφκική και δεν το λέω για να δικαιολογήσω την εσφαλμένη μου αντίληψη. Δεν διαφέρει από την (άλλη) ρήση που αποδίδεται στον Κάφκα: «Στο σύμπαν υπάρχει άπειρη ελπίδα, αλλά όχι για μας». Και στις δύο περιπτώσεις περιγράφεται μια διπλή πραγματικότητα –ή, από μια άλλη σκοπιά, μια διχασμένη πραγματικότητα οι αντίθετες πλευρές της οποίας, όμως, είναι πλήρως συνυφασμένες. Ανήκουμε μεν στο σύμπαν το οποίο μας παρέχει άπειρα την ελπίδα, αλλά για εμάς ελπίδα δεν υπάρχει. Όπερ σημαίνει είτε ότι το σύμπαν δεν είναι σύμπαν είτε ότι η άπειρη ελπίδα έχει πέρας, περατώνεται στην ύπαρξή μας και ούτω καθεξής. Κατ’ αναλογία, το ότι είμαι παρανοϊκός δεν σημαίνει εντέλει ότι είμαι παρανοϊκός εφόσον όντως με κυνηγάνε, το οποίο όμως επίσης δεν σημαίνει ότι δεν είμαι παρανοϊκός, εφόσον το γεγονός ότι με κυνηγάνε είναι αυτό που μου έχει δημιουργήσει μανία καταδίωξης.
Οι δύο φράσεις έχουν προφανώς ένα συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο –τις χωρίζει μισός αιώνας, αν και για μένα ο κόσμος που τις δημιουργεί είναι ο ίδιος. Για την (πραγματική) ρήση του Κάφκα γνωρίζουμε το εξής. Ανήκει σε ένα κείμενο που έγραψε ο εγκάρδιος φίλος του Κάφκα, ο Μαξ Μπροντ, στον οποίο, μην ξεχνάμε, οφείλουμε καθ’ ολοκληρίαν το μαγικό έργο του Κάφκα καθότι αθέτησε την υπόσχεση που είχε δώσει στον φίλο του ότι θα τηρούσε την επιθυμία του να κάψει όλα του τα χειρόγραφα. Μεγαλειώδης πράξη αγάπης και φιλίας αυτή η αθέτηση –το σημειώνω. Ο Μπροντ, λοιπόν, σε ένα κείμενο του για την φιλία του με τον Κάφκα περιγράφει μια συζήτησή τους ως εξής:
«Είμαστε», είπε [ο Κάφκα], «μηδενικές σκέψεις, αυτοκτονικές σκέψεις, στο μυαλό του Θεού». Αυτό μου θύμισε την κοσμοαντίληψη των Γνωστικών: ο Θεός είναι ένας κακός, μοχθηρός δημιουργός. Ο κόσμος αποδεικνύει την δική του κατάδυση στην αμαρτία. «Όχι, βέβαια», απάντησε, «ο κόσμος μας είναι αποτέλεσμα μιας κακόκεφης διάθεσης του Θεού. Του έτυχε απλά μια κακή μέρα». Οπότε, λέω, έξω από αυτή την συγκεκριμένη διάπλαση του κόσμου, που όλοι γνωρίζουμε, υπάρχει ελπίδα; Κι ο Κάφκα απάντησε χαμογελώντας, «Ω ναι, υπάρχει, άπειρη ελπίδα –για τον Θεό, για τα πάντα, απλά όχι για μας».[1]
Προφανώς δεν ξέρουμε αν ο Κάφκα όντως είπε κάτι τέτοιο. Ο Μπροντ μας το λέει, οι λέξεις είναι δικές του. Όμως, οι λέξεις του Κάφκα, στα έργα του και στα ημερολόγιά του, συνάδουν πλήρως με αυτή την αντίληψη. Το καφκικό έργο λειτουργεί σε μια κατάσταση ακροβασίας –επιπλέον, θα έλεγα ότι δημιουργεί καταστάσεις ακροβασίας στην ψυχή του αναγνώστη. Οι ακροβατικές αυτές καταστάσεις είναι πολλαπλές. Προφανώς και σε πρώτο επίπεδο θα λέγαμε ακροβασία μεταξύ της πραγματικότητας και της φαντασίας, ίσως και μεταξύ της εμπειρίας και της επιθυμίας, αλλά κατ’ ουσίαν μπορεί να μην περνάμε καν πέρα από αυτό το επίπεδο, γιατί αφ’ ης στιγμής δεν είμαστε εκατό τοις εκατό σίγουροι ότι το πόδι μας πατάει όντως στην πραγματικότητα, παύουμε να ξέρουμε οτιδήποτε άλλο.
Ταυτοχρόνως –και εδώ είναι το ανυπέρβλητο μεγαλείο του καφκικού κόσμου (και ο περίεργος μαγνητισμός του)– η αμφισβήτηση του αν όντως ακουμπάμε ή πατάμε στην πραγματικότητα δημιουργείται από την εμπειρία της ίδιας της πραγματικότητας. Το πραγματικό είναι τρομακτικό –τρομακτικά εύπλαστο κι ανυπολόγιστο. Πατάμε σε ένα έδαφος που διαρκώς υποχωρεί ή που υπάρχει –που το καταλαβαίνουμε να υπάρχει– ακριβώς επειδή υποχωρεί.
Η πραγματικότητα ως ακροβατική εμπειρία είναι κάτι που εύκολα επιδίδεται στην παράνοια –αν μη τι άλλο, εντελώς αθώα, με την έννοια της παρανόησης. Πώς κατανοείται ένα έδαφος που διαρκώς υποχωρεί; Τι απαιτεί, όχι μόνο από τα πόδια μας, αλλά (κυρίως) από το μυαλό μας; Πώς γίνεται αντιληπτό ως έδαφος –γιατί δεν είναι απλώς ολισθηρό, είναι αεικίνητο, χασματικό. Παύει, εννοείται, να είναι ένα έδαφος στο οποίο μπορούμε να βασιστούμε, ούτε καν να προχωρήσουμε, να προσανατολιστούμε, να (αυτο)προσδιοριστούμε. Χάνεται η ίδια η έννοια του ορίου –και βέβαια του συνόρου. Τι βρίσκεται δίπλα μας; Τι πίσω μας; Τι πέρα από μας; Πρόκειται για μια άνευ όρων παράδοση στο αλλόκοτο.
Οι αναγνώσεις του Κάφκα τείνουν να εστιάσουν στην ανεπάρκεια της αντίληψης, της ψυχικής διεργασίας σε σχέση με την εμπειρία του αλλόκοτου. Εξού και το γεγονός ότι οι χαρακτήρες στα καφκικά έργα καταλήγουν στην ήττα, στην καταστροφή. Ο Γιόζεφ Κ., μετά από τεράστιες προσπάθειες να αντιμετωπίσει τους (άγνωστους) δικαστές του καταλήγει στην εκτέλεση του –το σφάξιμο στα γόνατα, «σαν το σκυλί» είναι τα τελευταία του λόγια. Ο Γκρέγκορ Σάμσα πεθαίνει ποδοπατημένος μη έχοντας ποτέ ξεπεράσει την έκπληξή του για τη μεταμόρφωση που αρνείται. Ο Κόκκινος Πέτρος, που διέβη την πύλη της Ακαδημίας ως εκπολιτισθείς γορίλλας, βρίσκει κατανόηση μόνο στα μάτια του ψυχικά θρυμματισμένου χιμπατζή που του έχουν δώσει για σύντροφο. Ο αξιωματικός στο κάτεργο, που παραδίνεται στην Μηχανή των βασανιστηρίων σαν να αγκαλιάζει την ερωμένη του προκειμένου να γνωρίσει τη λύτρωση του γνώθι σεαυτόν που υποτίθεται ότι παρέχει η Μηχανή, πεθαίνει με ένα καρφί να του έχει τρυπήσει το κρανίο, αλλά με τα μάτια ανοιχτά και το ίδιο ύφος έπαρσης και βεβαιότητας που είχε ως διατάσσων εν ζωή.
Η καταστροφή είναι τελική –μπορεί να πει κανείς και τελεσίδικη, ήδη αποφασισμένη. Όμως, στον Κάφκα σημασία δεν έχει η ενδελέχεια του κακού, η κατάληξη, αλλά η αλλόκοτη διαδικασία, η ανυπολόγιστη παρενέργεια του ίδιου του ζην. «Φυσικά έχετε συλληφθεί, αλλά αυτό δεν σας εμποδίζει να πηγαίνετε στη δουλειά σας, δεν σας εμποδίζει να συνεχίσετε την κανονική σας ζωή», ανακοινώνει ο δικαστικός κλητήρας στον Γιόζεφ Κ ανήμερα στα τριακοστά του γενέθλια. Στην σημασία της ανακοίνωσης προΐσταται το «φυσικά», το οποίο αντηχεί στην καταληκτική κανονικότητα της ζωής, που κατά τα άλλα (οφείλει να) συνεχίζεται ως έχει. Η σύλληψη είναι η επικύρωση αυτής της κανονικότητας, έτσι ώστε να μην υπάρχει αντίφαση σε αυτό το «αλλά». Στη γραφή του Κάφκα αναιρείται το πρώτο νόημα των λέξεων. Ή μάλλον, οι λέξεις σημαίνουν αυτό που σημαίνουν αλλά ταυτόχρονα και κάτι άλλο, το οποίο δεν είναι δυνατόν να είναι αυτό που σημαίνεται.
Εξού και η διαρκής έκπληξη των χαρακτήρων ενώπιον ό,τι τους συμβαίνει –του Γιόζεφ Κ για τη σύλληψή του (ένα ωραίο πρωί από το πουθενά, για ουδένα λόγο), ή του Γκρέγκορ Σάμσα για τη μεταμόρφωσή του, όχι σε κατσαρίδα όπως κοινώς έχει θεωρηθεί, αλλά σε γενικά, κοινότοπα θεωρούμενο, βρωμερό ζωύφιο, σε παράσιτο. Η λέξη στα γερμανικά είναι Ungeziefer, που σημαίνει βλαβερό και παρασιτικό έντομο, το οποίο, ως γνωστόν, στην καθομιλουμένη αναφέρεται μεταφορικά στους πλανόδιους πωλητές, γενικά στα μη παραγωγικά αποβράσματα της αστικής κοινωνίας, δηλαδή, στην κανονική κοινωνική πραγματικότητα της ζωής του Γκρέγκορ Σάμσα. Αντίφαση μεν, κανονικότητα δε. Μεταμόρφωση μεν, ανάδειξη της ρεαλιστικής οντότητας δε. Η μη ρεαλιστική διάρρηξη των δεδομένων υφίσταται ήδη στην ίδια την πραγματικότητα, στο εσωτερικό της και δη στη βαρετή καθημερινότητά της.
Με αυτή την έννοια, και το πιο, ας πούμε, σουρρεαλιστικό υποκείμενο –το αρχιτεκτονικό ον που κινείται υπογείως στο «Λαγούμι» χτίζοντας τοιχώματα για να προστατευθεί που είναι δεδομένο ότι θα το καταστρέψουν, ή το πραγματικά εξωπραγματικό ον Όντραντεκ, που ανήκει στο αρχείο μιας σχεδόν μπορχεσιανής φανταστικής ζωολογίας, ή ο καλλιτέχνης της πείνας κ.λπ. (η λίστα είναι μεγάλη)– ανήκουν στην κοινωνία που μας περιβάλλει. Η ίδια η γλώσσα του Κάφκα το εκτελεί: αυτή η άμεση και ρεαλιστική γλώσσα του παρόντος –αυτά τα απλά γερμανικά της καθομιλουμένης που αναιρούν την τεράστια τομή/παράδοση του Ρομαντισμού, ο οποίος προσέβλεπε σε μια γλώσσα λογοτεχνικής ουτοπίας κάποιου απώτερου μέλλοντος.
Είναι γνωστό ότι ο Αντόρνο και ο Μπρεχτ, που ήταν καθαρά αντίθετης ψυχοσύνθεσης και εξέφρασαν ανοιχτά την αμοιβαία τους αντιπάθεια, συνέκλιναν σε ένα και μόνο σημείο: ότι ο παραλογισμός του καφκικού κόσμου, που εμφανίζεται μέσα από αυτή την άμεση αλλά αλλόκοτη γραφή, είναι το απόγειο του ρεαλισμού. Στο Κάφκα βρίσκουμε τον πραγματικό ρεαλισμό της λογοτεχνίας γιατί μέσα από τη διεστραμμένη εικόνα της κοινωνίας που παρουσιάζει αγγίζει την βαθύτατη αλήθεια της. Ή ας το δούμε αντίστροφα: Ακριβώς επειδή ο κόσμος του σύγχρονου πολιτισμού (βλ. καπιταλισμού) διαστρεβλώνει την ουσία του ανθρώπου μετατρέποντάς τον σε άψυχο αντικείμενο-εμπόρευμα κλειδωμένο σε μια άρρηκτη μεταπρατική λογική (βλ. φυλακή), ο παράλογος λογοτεχνικός κόσμος του Κάφκα που συλλαμβάνει και εγκλωβίζει όχι μόνο τους χαρακτήρες του, αλλά και τον ίδιον τον αναγνώστη, είναι ο πιο ζωντανός, ο πιο ελεύθερος ρεαλισμός.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η λογοτεχνία του Κάφκα στο σύνολο της, σε περιεχόμενο και ύφος μαζί, είναι η κατεξοχήν λογοτεχνία του εγκλεισμού, ιδίως επειδή αναγνωρίζει και εκφράζει τις ενδόψυχες διαστάσεις εγκλεισμού των ανθρώπων, ακόμη και εκείνων που ενδέχεται να πιστεύουν ότι είναι ελεύθεροι. Αυτό της δίνει το πλήρως αναγνωρίσιμο στοιχείο του παραλογισμού, ακόμη κι όταν η γλώσσα λειτουργεί απολύτως ρεαλιστικά. Εντέλει, όμως, αυτό το στοιχείο του καφκικού παραλογισμού λειτουργεί ως μοναδικό είδος και ύφος λογοτεχνίας, ίσως δε και ως ερμηνευτική φόρμα μέσω της οποίας μπορούμε να αναγνώσουμε έργα άλλων συγγραφέων από άλλες παραδόσεις και κουλτούρες, ακόμη και έργα πρότερα του Κάφκα, τα οποία διαπραγματεύονται ρητά τη διαλεκτική μεταξύ ελευθερίας και εγκλεισμού, ελπίδας και καταστροφής, ως συνυφασμένες αντιθετικές εκφράσεις του όντος.
[1] Max Brod, “Der Dichter Franz Kafka” 1921 November, Die Neue Rundschau (Νοέμβριος 1921) σελ. 1213.
https://mag.frear.gr/i-eleytheria-toy-kafkikoy-paralogismoy/