Προσωπική Μυθολογία

Ο Στάθης Γουργουρής είναι ποιητής, δοκιμιογράφος, μεταφραστής, και ηχοπλάστης, μοιράζοντας την ζωή του μεταξύ Αθηνών και Νέας Υόρκης. Εργάζεται ως Καθηγητής Συγκριτικής Λογοτεχνίας και Κοινωνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Columbia.

*******************

Προσωπική Μυθολογία

Είναι απολύτως αληθές ότι ο ΣΓ γεννήθηκε στο Χόλλυγουντ το 1958, αλλά πριν καν κλείσει το πρώτο του έτος στο πάλκο του θεάματος, η οικογένεια, υπό τραγικές συνθήκες, αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Αθήνα και το μωρό μεγάλωσε στην αστική Κυψέλη. Ξανά υπό τραγικές συνθήκες, η οικογένεια εκτοπίστηκε για δεύτερη φορά στην Σάντα Μόνικα, Καλιφόρνια, που τότε το 1973 ήταν μια χίππικη λουτρόπολη, παντελώς διαφορετική από την πλουσιόπολη των χολυγουντιανών αστέρων του σήμερα. Αυτή η παλινδρόμηση και εκκρεμότητα μεταξύ κόσμων, η υπαρξιακή ανεστιότητα και πειρατική αίσθηση περιπέτειας παραμένουν καθοριστικά στοιχεία του εαυτού του.

Οι προγονικές ρίζες της οικογενείας Γουργουρή βρίσκονται στο Γαλαξείδι, γνωστές ήδη από τον 18ο αιώνα. Κατ΄ αρχάς, κυρίως οικογένεια εμπόρων και θαλασσοπόρων (καραβοκυραίων, καπεταναίων, αξιωματικών του ναυτικού)—σύμφωνα με την ένδοξη ιστορία της πόλης στον 19ο αιώνα, μέχρις ότου οι αλαζόνες τεχνίτες Γαλαξειδιώτες απαρνηθούν την μεταστροφή στα αισθητικώς βαρετά ατμόπλοια—και μετέπειτα, γιατρών, δικηγόρων, κρατικών λειτουργών και εκπαιδευτικών. Ο συνονόματος πρόγονος Ευστάθιος Γουργουρής διακρίθηκε ως πολέμαρχος στην Επανάσταση του '21 υπό τον Ανδρούτσο και τον Καραϊσκάκη και παρασημοφορήθηκε από το νεοσύστατο ελληνικό κράτος το 1837. Σχεδόν ένα αιώνα αργότερα, ο αδερφός του παππού του Νικόλαος, γιατρός στο επάγγελμα, εξελέγη βουλευτής Φωκίδος επί κυβέρνησης Βενιζέλου. Πρώτος ξάδερφος του παππού υπήρξε επίσης ο Δημήτρης Ροντήρης—οι μανάδες τους ήταν αδερφές, γένος Λεβαντή, μεγάλης οικογένειας εφοπλιστών στο Γαλαξείδι. Η γιαγιά του η Μάρθα ήταν μια καλλιεργημένη και μορφωμένη Μανιάτισσα, γένος Χαμόδρακα, η δε αδερφή της Γαλάτεια υπήρξε διευθύντρια στην αγγλική τότε εταιρεία ηλεκτρισμού Power στον Πειραιά—μια μοναδική φυσιογνωμία γυναικείου δυναμισμού, η θρυλική ιστορία της οποίας οφείλει κάποια στιγμή να εξιστορηθεί. Εξίσου μοναδική, η άλλη του γιαγιά, Παρασκευή Ζαχαροπούλου, παρότι αναλφάβητη, υπήρξε συνιδιοκτήτρια και διηύθυνε μεταπολεμικά την μεγαλύτερη βιοτεχνία βουτύρου στην Ελλάδα («Βούτυρα Κερκύρας»), περνώντας κάμποσα χρόνια της ζωής της στην παρέα του γνωστού μποέμ κύκλου Νίκου Γούναρη και Μιχάλη Σουγιούλ. Ο μεγάλος του θείος Δημήτριος Γουργουρής υπήρξε συνιδρυτής της Λέσχης Φίλων της Τζαζ στην δεκαετία του ’50, το αρχηγείο της οποίας βρισκόταν στο περίφημο υπόγειο του Γ.Π. Σαββίδη, ο δε μικρός του θείος Στάθης εισήγαγε πρώτος την αντιπροσωπεία της Vespa στην Αμερική. Η αγάπη του για τις μοτοσυκλέτες υπήρξε και αιτία για τον τραγικό του θάνατο σε ηλικία μόλις 26 χρόνων, δέκα μέρες πριν γεννηθεί το χολυγουντιανό μωρό, που ως εκ τούτου φέρει το όνομα του.

Θεμέλια Ποίησης και Μουσικής

Το κακό συναπάντημα του θείου επανέφερε την τραυματισμένη οικογένεια στην Αθήνα και έτσι ο Στάθης μεγάλωσε σε ένα ευτυχισμένο σπίτι ερωτευμένων γονέων. Έγραψε το πρώτο του ποίημα σε ηλικία 10 ετών κάτω από το σεντόνι στο σκοτάδι, κάνοντας δήθεν ότι κοιμάται. Οι στίχοι στην σελίδα έγερναν προς κάθε κατεύθυνση. Επρόκειτο για ένα έπος 12 σελίδων σε άψογη δεκαπεντασύλλαβη ρίμα, εξιστορώντας τα ανδραγαθήματα της Ελληνικής Επανάστασης ένα προς ένα. Δυστυχώς, το χειρόγραφο χάθηκε στην επόμενη φάση εκπατρισμού. Η αγάπη του για την λογοτεχνία οφείλεται στο πάθος της μητέρας να τον προμηθεύει διαρκώς με βιβλία από όλες τις πιθανές λογοτεχνικές παραδόσεις. Χαμένο στην απόλαυση της ανάγνωσης, το παιδί διαμόρφωσε το ταλέντο να αγνοεί οτιδήποτε ενοχλητικό συνέβαινε γύρω του, ένα προσόν που του φάνηκε ιδιαίτερα χρήσιμο αργότερα στην ενήλικη ζωή του.

Ταυτόχρονα με αυτές τις πτήσεις φαντασίας που ξεπήδαγαν από την σελίδα, το νεαρό αγόρι παραδόθηκε στην μουσική με ασύλληπτο πάθος. Από τις πρώτες του στιγμές μεγάλωσε βουτηγμένος στην τζαζ, καθώς και στην Αφρο-Κουβανέζικη μουσική και την Βραζιλιάνικη μπόσα νόβα, περιτριγυρισμένος καθώς ήταν από την δισκοθήκη του θείου, χωρίς να έχει ιδέα για την παράδοση των Αφρικανών δούλων που δημιούργησαν αυτή την εξαίσια μουσική. Όταν πολλά χρόνια αργότερα ανακάλυψε την αλήθεια, συνήχησε μέσα του με ακόμα μεγαλύτερο δέος κάτι που ήταν ήδη βαθειά ριζωμένο στην ψυχή του ως καθαρός ήχος. Αναγνώριζε ποιος έπαιζε τι στα συγκροτήματα του Μονκ και του Κολτρέιν σε κάθε δίσκο με μια απλή ακρόαση, προς τέρψιν και ψυχαγωγία των φανατικών τζαζόφιλων της παρέας του θείου.

Αλλά ως παιδί των καιρών των λουλουδιών ερωτεύτηκε εξίσου την ροκ μουσική και τον χιππισμό στα τέλη της δεκαετίας του ’60, με το αυτί κολλημένο στο ραδιόφωνο προκειμένου να πιάσει τους διαρκώς κινούμενους, εν μέσω χουντικής λογοκρισίας, πειρατικούς σταθμούς. Προερχόμενος από αστική δεξιά οικογένεια, η πρώτη του αίσθηση επαναστατικής πολιτικής ήταν η ροκ αντι-κουλτούρα της εποχής. Ακόμα και στις πρώτες του γνωριμίες με τον Μαρξισμό και την αναρχική σκέψη στην μεταπολίτευση, η συγκεκριμένη διάσταση ροκ αισθητικής ποτέ δεν συμβιβάστηκε. Ταυτόχρονα όμως, χάριν μιας νεαρής Κρητικιάς που έμενε στο σπίτι ψυχοκόρη υπό την αιγίδα της μητέρας του, ο μικρός Σταθάκης γνώρισε άμεσα τα πιο βαριά λαϊκά και ρεμπέτικα τραγούδια, τα οποία σιγοψιθύριζε μόνος του τις νύχτες εν είδει νανουρίσματος. Αυτή υπήρξε μια άλλη πηγή ψυχαγωγίας των ενηλίκων—αυτή την φορά των αστών κυριών, φιλενάδων της μαμάς, που κρυφάκουγαν γελώντας πίσω από την κλειστή πόρτα.

Το μόνο άλλο πράγμα που αγάπησε με το ίδιο πάθος, όπως την μουσική και την λογοτεχνία, ήταν το ποδόσφαιρο, το οποίο έπαιζε από μικρό παιδί σαν παλαβός στην Φωκίωνος Νέγρη και τις γύρω αλάνες, προκαλώντας περίσσιο άγχος στην άμοιρη μητέρα του. Το πάθος του για το σπορ συνεχίζεται αμείωτο και ανήκει στην ίδια ποιητική ευαισθησία που είναι ριζωμένη στον πυρήνα της ψυχής του. Η αγάπη του για την άθληση μεταφράστηκε νωρίς σε πρωταθλητισμό στην κολύμβηση. Υπήρξε μέλος της φοβερής κολυμβητικής ομάδας του Ολυμπιακού που σάρωνε τα πρωταθλήματα στην δεκαετία του ’70. Ο Στάθης διέπρεψε ως σπρίντερ, κυρίως στα 100 μ. πεταλούδα και 200 μ. μικτή ατομική—το κολύμπι μεγάλων αποστάσεων ακόμη και τώρα το περιφρονεί. Με τον Ολυμπιακό και την Εθνική είχε την ευκαιρία να γνωρίσει για πρώτη φορά ξένες κοινωνίες και πολιτισμούς ενώ ήταν ακόμη παιδί. Αυτή η νεανική αίσθηση θαυμασμού και επιθυμίας για ξένους τόπους, καθώς και η εμπειρία της ήττας ενώ είσαι φαβορί για την νίκη, υπήρξαν καθοριστικά ψυχικά προνόμια που τον βοήθησαν αργότερα όταν αναμετρήθηκε στην ζούγκλα της επαγγελματικής του καριέρας.

Η ευτυχής αυτή ζωή του στην Αθήνα είχε την επί πλέον τύχη του να πέσει στα χέρια αυστηρών αλλά εξαιρετικών δασκάλων—η επιβολή πειθαρχίας ήταν μεγάλο δώρο σε αυτό το φύσει άτακτο παιδί—καθώς επίσης και το μεγαλύτερο δώρο όλων: την εμπειρία της φιλίας. Πιστή στην αριστεία της δημόσιας εκπαίδευσης, η μάνα του επέλεξε να τον στείλει στο Πειραματικό Αθηνών, προετοιμάζοντας τον αμείλικτα για τις περίφημες εξετάσεις σε ηλικία 11 ετών, αν και θα μπορούσε να τον στείλει δωρεάν στον Μωραΐτη, όπου είχαν πάει όλα τα Γουργουράκια της προηγούμενης γενιάς, καθότι ο ιδρυτής της Σχολής, Κάρολος Μπερζάν, έχοντας παντρευτεί την αδερφή του Ροντήρη, υπήρξε θείος του πατέρα του.

Η ζωή στην Αμερική

Όλη αυτή η ωραία ιστορία διεκόπη ξαφνικά μια μέρα μες την χούντα με την είδηση της σοβαρής ασθένειας της μητέρας. Η επείγουσα κατάσταση εξανάγκασε την οικογένεια σε απεγνωσμένη φυγή και επιστροφή στην Αμερική κάτω από συνθήκες σχεδόν προσφυγικές, τουλάχιστον σε ψυχικό επίπεδο. Η μεταπήδηση από το Πειραματικό Αθηνών στο Λύκειο της Σάντα Μόνικα ήταν τόσο αλλόκοτη και αποξενωτική όσο ήταν ρηξικέλευθη και θαυματουργή. Για έναν έφηβο να πεταχτεί ξαφνικά από την Ελλάδα της χούντας στην χίππικη Καλιφόρνια στις αρχές της δεκαετίας του ’70 είχε μια διάσταση Παραδείσου, ακόμη και εν μέσω της οικογενειακής απόγνωσης. Σεξ, ναρκωτικά και ροκ ‘ν ρολ, κατά το λέγειν της εποχής, έγινε κυριολεκτικά η υπαρξιακή τροφή του νεαρού που τον έφερε ψυχή τε και σώματι στο μονοπάτι που τελικά καθόρισε την ενήλικη ζωή του.

Ο Στάθης υπήρξε τυχερός και στην Αμερική στο να περιβάλλεται από παρέες αγαπημένων φίλων, που ήταν σαφώς ταλαντούχοι, εκκεντρικοί, και ολίγον αφελείς, έτσι ώστε η γενικά ανορθόδοξη συμπεριφορά τους να γίνει πηγή έμπνευσης και απελευθέρωσης από την μικρότητα και την βαρεμάρα του καθώς πρέπει. Η συγκολλητική ουσία ήταν πάντα η μουσική—ένας τρόπος επικοινωνίας, συνύφανσης και αμοιβαίας διαπαιδαγώγησης ψυχής και πνεύματος, ή εξίσου και πολύ απλά, ένας τρόπος να αφήνεσαι ανέμελα στον χρόνο. Μιλάμε για ροκ και ποπ μουσική στην μετα-Μπήτλς εκδοχή τους, ψυχεδέλεια του ’68, T-Rex και Βowie γκλαμ, Εγγλέζικα prog φετίχ, η ιδιοφυΐα του Ζάππα και του Beefheart, πειραματικοί αυτοσχεδιασμοί και industrial noise, Henry Cow και Robert Wyatt, ο πρώιμος μινιμαλισμός του Φίλιπ Γκλας, η Αφρο-μυθο-επιστήμη του Sun Ra, η τεθλασμένη φαντασία των Residents, και βέβαια η πανκ και νιου-γουέηβ μουσική, που ξεκινούσε από το Λονδίνο και κατέληγε στα υπόγεια του Χόλυγουντ και του βιομηχανικού Λος Άντζελες.

Όλες αυτές οι εμπειρίες ενισχύονταν και περιπλέκονταν περαιτέρω από άφθονες ψυχοτροπικές ουσίες. Το να εκτρέπεις το μυαλό και να διαλύεις το εγώ έγινε ένας τακτικός τρόπος να αποξενώσεις την εφηβική αποξένωση και να καταφέρεις να νιώσεις το αρμόζον δέος για τον κόσμο, ο οποίος σε κάθε στροφή αποδεικνύοταν ανεπαρκής. Η αφομοίωση ψυχοτροπικών ουσιών, πάντα με εγρήγορση, πειθαρχία και σεβασμό ως προς την δύναμη τους, παρέμεινε θεμελιώδες στοιχείο στην ζωή του, όπως η αφοσίωση του στις απολαύσεις του σώματος, στις εξαίσιες γαστρονομικές πρακτικές, στην χαρά της γευστικής τέχνης και της οινοποσίας. Από τότε που βοηθούσε την μαμά του στην κουζίνα μικρό παιδάκι ακόμα, η τέχνη της μαγειρικής είναι εξίσου ουσιώδες πάθος με αυτό της ποίησης και της μουσικής.

Σε αυτές τις διαρκείς απολαύσεις της ζωής θα πρέπει να προσθέσουμε και το κολύμπι στην θάλασσα, καθώς και την αγάπη του για ταξείδια σε όσο το δυνατόν περισσότερα ξένα μέρη. Και τα δύο ριζώθηκαν νωρίς στην προσωπικότητα του—το δεύτερο προφανώς ανήκει στον υπαρξιακό του πυρήνα, εφόσον εκ γενετής η ζωή του σήμαινε διαρκής διείσδυση στο ξένο και στο ανοίκειο. Ως εκ τούτου, την πιο στοιχειώδη αίσθηση του ανήκειν την έβρισκε σε περιβάλλοντα που ήταν πράγματι ξένα και του προκαλούσαν θαυμασμό. Αυτό είχε όντως ψυχικά ενισχυθεί και εκλεπτυνθεί από τις πιο πρώιμες απογειώσεις της φαντασίας του όταν χανόταν στην λογοτεχνία από παιδί. Ακόμη το κυνηγάει ανηλεώς όπου το βρει.

Καταλυτικά υπήρξαν τα ταξείδια που έκανε με τραίνα, αυτοκίνητα και ωτοστόπ μεταξύ 18 και 22 χρόνων σε όλη την Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης και ολόκληρης της τότε σοβιετικής επικράτειας, από το Ανατολικό Βερολίνο και την Πράγα μέχρι το Κίεβο και την Οδησσό, κύριο σημείο του οποίου υπήρξαν οι παράνομες διασυνδέσεις με δίκτυα αντιστασιακών μουσικών, που σήμαιναν λαθραίες εξαγωγές παράνομων ηχογραφήσεων για να κυκλοφορήσουν στο Λονδίνο και στο Σαν Φρανσίσκο. Αυτά τα ταξείδια σε ένα κόσμο που δεν υπάρχει πια έχουν ευτυχώς καταγραφεί σε τετράδια ως πρώιμα ντοκουμέντα των στοιχείων που από τότε εμψύχωσαν τον διανοητικό και δημιουργικό κόσμο του ΣΓ: την συνύφανση του ποιητικού με το πολιτικό.

Στο μεταξύ, ενώ αυτή η παρέα των μουσικών και καλλιτεχνών φίλων στο Λος Άντζελες παρέμενε θεμελιώδης και γλύτωσε τον νεαρό Γουργουρή από την μπανάλ ζωή του αμερικανικού κολλεγίου, η διανοητική ατμόσφαιρα του πανεπιστημίου εν μέσω της εξωφρενικής κουλτούρας της πόλης εκείνη την εποχή υπήρξε έτερος πόλος έλξης και διαμόρφωσης με ανάλογο πάθος. Έτσι, οι θορυβώδεις πειραματισμοί της μπάντας Dudes On Drugs, τα θρυλικά ψυχεδελικά πάρτυ στα οποία έδρασε ως DJ για εκατοντάδες αγνώστους (μη) καλεσμένους, οι παραστάσεις ποίησης στην παλιά φυλακή του Venice, κλπ. έλαβαν μέρος ταυτόχρονα με την πολιτική δράση στην τροτσκιστική ομάδα Workers Power και τα δίκτυα διεθνούς αλληλεγγύης της εποχής (κυρίως γύρω από το Παλαιστινιακό και τις εξεγέρσεις της Κεντρικής Αμερικής), καθώς και την ευκαιρία να γνωρίσει προσωπικά τις μεγάλες μορφές στοχαστών που στιγμάτισαν την διαμόρφωση του (Φουκώ, Ντεριντά, Σαΐντ, Καστοριάδης). Όμως, αυτή η πλευρά δεν ανήκει στις διαστάσεις της προσωπικής μυθολογίας—είναι μέρος του δημόσιου αρχείου. Και ως προς αυτό, ας αφήσουμε το έργο, το οποίο εν μέρει χρονολογείται σε αυτή την ιστοσελίδα, να μιλήσει μόνο του.