Σκηνές από την Ελλάδα των άλλων VII
Μετά από καιρό επανέρχομαι στην σειρά μεταφράσεων ποίησης που με κάποιο τρόπο, ρητό ή υπόρρητο, διαμορφώνει ελληνικά σκηνικά και τοπία, που με την σειρά τους χρησιμεύουν στο κτίσιμο ενός κόσμου — άλλου, αλλά όχι ξένου. Μεταφέροντας τα στην ελληνική γλώσσα αποδίδουμε σε αυτά τα ποιήματα, κάπως σαν δώρο, την γλώσσα χάριν της οποίας γράφτηκαν παρόλο που γράφτηκαν σε μια άλλη.
Χάινερ Μίλερ, «Η απελευθέρωση του Προμηθέα»
Επανέρχομαι διπλά. Όχι μόνο στην σειρά Σκηνές από την Ελλάδα των άλλων, όπως την ξεκινήσαμε από νωρίς στον Χάρτη, αλλά καμιά εικοσαετία πίσω όταν πρωτοπαρουσίασα μεταφράσεις της ποίησης του Heiner Müller στο περιοδικό Ποίηση (τ. 15, Μάιος 2000).
Έκτοτε, η ποίηση του Μίλερ —συμπεριλαμβάνοντας και το παρόν— με απασχόλησε σε δύο περιπτώσεις: μια μελέτη με τίτλο “Heiner Müller’s Lyric Loneliness and the Mythical Body”, που πρωτοπαρουσιάστηκε στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης (NYU) το 2013 και μετέπειτα δημοσιεύτηκε στον τόμο Ways of Re-Thinking Literature (2018) και μια μουσικο-ποιητική περφόρμανς στα πλαίσια της documenta 14 στην Αθήνα (20 Σεπτεμβρίου, 2016), όπου χρησιμοποίησα δική μου μετάφραση του κειμένου στα αγγλικά. Πρόσφατα, η πρόσκληση της Δανάης Σιώζου να συμμετάσχω στο συνέδριο «Νόσος και Λογοτεχνία» με επανέφερε στον Μίλερ και στην αρχική μου ιδέα να συμπεριλάβω νέες μεταφράσεις από το ποιητικό του έργο στο συγκεκριμένο πλαίσιο στον Χάρτη.
Σκοπός της σειράς, όπως αναφέρω πιο πάνω, είναι να φανεί μια ελληνική γλώσσα που υπάρχει σε αλλόγλωσσα ποιήματα — όχι, απλά, μια θεματική, η οποία θα μπορούσε να ενταχθεί στην ιστορία του ρομαντισμού ή του νεοκλασικισμού και των συνεπειών τους, αλλά μια γλώσσα σύγχρονη στην οποία τα αναρίθμητα στοιχεία του ελληνικού κόσμου, στην μεγάλη, πολυεπίπεδη και περιπλεκόμενη πορεία του, επιτελούνται ως εντόπια και παγκόσμια, ξένα και οικεία, πρωτότυπα και μυθικά ταυτοχρόνως.
Ο Χάινερ Μίλερ (1929-1995) έχει καταξιωθεί ως κορυφαίος δραματουργός του ύστερου 20ού αιώνα, ίσως ο τελευταίος μοντερνιστής, απολύτως πρωτοπόρος και ριζοσπαστικός, έχοντας αφήσει πίσω του όχι μόνο ανυπέρβλητο έργο αλλά και ένα χαρακτηριστικό τρόπο σκηνογραφίας και επιτέλεσης. Αλλά για μένα, ο Μύλλερ υπήρξε ανέκαθεν ποιητής, με την πλήρη έννοια του όρου και με πλήρη αφοσίωση στην επιτελεστικότητα των λέξεων. Πολλά, κλασικά πλέον, θεατρικά του έργα, όπως η Μηχανή Άμλετ ή το Υλικό Μήδειας, είναι εκτενή ποιήματα. Σε άλλες περιπτώσεις βρίσκουμε ποιήματα εμβόλιμα σε θεατρικά έργα, εν μέσω της δραματικής πλοκής, που όμως δεν είναι ούτε χορικές παρεμβάσεις, ούτε ιντερλούδια, αλλά ποιήματα ξεκάρφωτα, άσχετα με την θεματική ή και το ύφος του έργου.
Μια τέτοια περίπτωση είναι και το παρόν. Ως ύφος και θέμα ανήκει στα λεγόμενα «μυθολογικά» ποιήματα του Μίλερ, αλλά το βρίσκουμε να παρεμβάλλεται στο θεατρικό έργο Τσιμέντο (1972). Η πλοκή του έργου ανήκει στο αρχείο του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, αλλά στα χέρια του Μίλερ υφίσταται μια καθαρά Μπρεχτική αλλοτρίωση μέρος της οποίας είναι το ποίημα. Εδώ, ο μυθολογικός τόπος του «Προμηθέα δεσμώτη» επίσης αποδιοργανώνεται έτσι ώστε να εστιάζει όχι στην παράβαση και τιμωρία του, αλλά στην απελευθέρωση του, την οποία όμως ο δεσμώτης θεωρεί, με ένα διεστραμμένο τρόπο, ακόμη μεγαλύτερη τιμωρία.
Στο δοκίμιο που έχω δημοσιεύσει έχω ήδη ερμηνεύσει αυτή την χειρονομία του Μίλερ, οπότε δεν θα επεκταθώ εδώ. Εξάλλου, μας ενδιαφέρει το ποίημα. Και ιδιαίτερα αυτή η μακρόσυρτη, βασανιστικά τεθλασμένη, γλώσσα του που από μόνη της ερμηνεύει—με την αρχαία θεατρική έννοια, δηλαδή, δραματοποιεί, αλλοποιεί, επιτελεί—το βαθύτερο νόημα του ποιήματος, το οποίο έτσι παρεμβαίνει αλληγορικά, μέσω μιας σύγχρονης επιτέλεσης της ελληνικής μυθολογίας, στα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα της εποχής του.
Ταυτόχρονα όμως, η αντίδραση στην απελευθέρωση, ο εθισμός στα δεσμά τα οποία έχουν γίνει πλέον δεύτερη φύση, μιλάει απευθείας στο άμεσο παρόν μας, είτε αμιγώς ελληνικό είτε παγκόσμιο.
******************************
Σημ.: Η κορυφαία κατ’ εμέ εκτέλεση του κειμένου παρουσιάστηκε ως μοναδικό μουσικό-δράμα από τον Γερμανό συνθέτη και δραματουργό Heiner Goebbels μια καλοκαιρινή αφέγγαρη νύχτα στο αρχαίο στάδιο των Δελφών (23 Ιουνίου 1995). Σκηνοθετημένο για ένα μόνο ηθοποιό και δύο μουσικούς, βυθισμένο στο αρχαϊκό σκοτάδι του τοπίου των Δελφών και με συνοδεία τους τυχαίους ήχους των κουδουνιών των εριφίων στους γύρω λόφους, η εμπειρία έφτασε όσο πιο κοντά μπορώ να φανταστώ ότι ήταν το Αισχύλειο θέατρο. Αυτό που μέχρι σήμερα παραμένει χαραγμένο στα κύτταρα της μνήμης μου είναι η ευφυής χειρονομία του συνθέτη να καταγράψει την αγριεμένη ανησυχία του Προμηθεϊκού πόνου μέσω των χαρακτηριστικών αλαλαγμών του συνεργάτη του David Moss ενώ χτυπούσε αλύπητα τα τύμπανα.
Η απελευθέρωση του Προμηθέα
Ο Προμηθέας έφερε τον κεραυνό στους ανθρώπους, αλλά δεν τους έμαθε πώς να τον χρησιμοποιούν ενάντια στους θεούς, ίσως γιατί καθόταν στο τραπέζι των θεών και τα γεύματα δεν θα ήταν το ίδιο εξαίσια αν τα μοιραζόντουσαν με τους ανθρώπους. Είτε λόγω της πράξης του, είτε αντίστροφα λόγω της αδυναμίας του να προχωρήσει αυτή την πράξη παραπέρα, οι θεοί διέταξαν τον Ήφαιστο τον σιδερά να αλυσοδέσει τον Προμηθέα στον Καύκασο, όπου ένας κυνοκέφαλος αετός καταβρόχθιζε καθημερινά το διαρκώς αναγεννώμενο συκώτι του. Ο αετός, που τον θεωρούσε ως ένα μερικώς βρώσιμο βράχο ικανό να κινείται ελαφρά και, όταν τρωγόταν, να ξεσπά σε ένα παράφωνο τραγούδι, συνήθιζε να αφοδεύει πάνω του ελεύθερα. Αυτά τα περιττώματα έγιναν η τροφή του αλυσοδεμένου. Μετατρέποντάς τα σε δικά του περιττώματα, ο Προμηθέας τα άφηνε στον σκληρό βράχο από κάτω, έτσι ώστε όταν ο Ηρακλής, ο απελευθερωτής του, σκαρφάλωσε στο έρημο βουνό μετά από τρεις χιλιάδες χρόνια, μπορούσε ήδη να διακρίνει τον αιχμάλωτο από μεγάλη απόσταση, σαν αστραφτερό, κατάλευκο από σκατά, πουλί. Απωθούμενος ξανά και ξανά από το τείχος της μπόχας, ο απελευθερωτής αναγκάστηκε να περιστρέφεται γύρω από τον πέτρινο όγκο για άλλα τρεις χιλιάδες χρόνια, ενώ ο κυνοκέφαλος αετός συνέχιζε να τρώει το συκώτι του αλυσοδεμένου και συνέχιζε να τον τρέφει με τα περιττώματά του, ώστε η μπόχα αυξανόταν με τον ίδιο τον ρυθμό της περιστροφής, έως ότου ο απελευθερωτής την συνήθισε. Επιτέλους, με την βοήθεια μιας βροχής που κράτησε πεντακόσια χρόνια, ο Ηρακλής κατάφερε να φτάσει σε απόσταση βολής. Αμέσως, έσφιξε τη μύτη του με το ένα χέρι. Τρεις φορές αστόχησε, γιατί έκλεισε τα μάτια άθελά του, ζαλισμένος από τα κύματα της μπόχας που τον χτυπούσαν κάθε φορά που άφηνε τη μύτη για να λυγίσει το δοξάρι. Το τρίτο βέλος τραυμάτισε ελαφρά τον αιχμάλωτο στο αριστερό του πόδι, το τέταρτο σκότωσε τον αετό. Λέγεται ότι ο Προμηθέας έκλαψε, όχι για την πληγή του, αλλά για τον αετό, τον μοναδικό του σύντροφο για τρεις χιλιάδες χρόνια και τον τροφοδότη του για τρεις χιλιάδες χρόνια επί δύο. «Τι θα γίνει; Πρέπει τώρα να φάω τα βέλη σου;» ούρλιαξε, ξεχνώντας ότι είχε γνωρίσει ποτέ άλλη τροφή. «Ρε βρωμοχωριάτη, μπορείς εσύ να πετάξεις στον αέρα με τέτοια πόδια βυθισμένα στα σκατά;» Και μ’ αυτό έκανε εμετό από τη μυρωδιά που κουβαλούσε ο Ηρακλής από τότε που καθάρισε τους στάβλους του Αυγείου, γιατί η βρώμα του αλόγου έφτανε ως τον ουρανό. «Φάε τον αετό», είπε ο Ηρακλής. Όμως ο Προμηθέας δεν μπορούσε να καταλάβει το νόημα αυτών των λέξεων. Εξάλλου, ήξερε καλύτερα. Ο αετός ήταν η τελευταία του σχέση με τους θεούς, το καθημερινό του ράμφισμα ήταν ο μόνος τρόπος να τους θυμάται. Ποτέ άλλοτε τόσο ανήσυχος στις αλυσίδες του, ο δεσμώτης καταράστηκε τον απελευθερωτή του ως δολοφόνο και προσπάθησε να τον φτύσει στα μούτρα. Στο μεταξύ, ο Ηρακλής, διπλωμένος στα δύο από την αηδία, προσπαθούσε ψηλαφιστά να βρει τα δεσμά που κρατούσαν τον εξαγριωμένο άνδρα στη φυλακή του. Ο χρόνος, ο καιρός και τα σκατά είχαν κάνει τη σάρκα ένα με το μέταλλο και τα δύο μαζί να μην ξεχωρίζουν από την πέτρα. Τουλάχιστον τώρα, χαλαρωμένα κάπως από τη βίαιη οργή του κρατουμένου, τα δεσμά του φάνηκαν ευδιάκριτα. Στο τέλος αποδείχτηκε ότι δεν υπήρχαν αλυσίδες, τις είχε φάει ήδη η σκουριά. Μόνο στο σημείο του πέους του ήταν τα δεσμά συνυφασμένα με τη σάρκα, γιατί ο Προμηθέας, τουλάχιστον στα πρώτα δύο χιλιάδες χρόνια του στο βράχο, κατά καιρούς αυνανιζόταν. Αργότερα πρέπει να ξέχασε ακόμα και το καβλί του. Η απελευθέρωση άφησε πίσω της μια ουλή. Ακόμα κι αν ήταν αφοπλισμένος και εξαντλημένος από τις χιλιετίες, ο Προμηθέας θα μπορούσε εύκολα να είχε απελευθερωθεί αν δεν φοβόταν τον αετό. Ωστόσο, η συμπεριφορά του κατά την απελευθέρωσή του έδειξε ότι φοβόταν την ελευθερία περισσότερο από το όρνιο. Βρυχώμενος και αφρίζοντας από το στόμα, με νύχια και με δόντια υπερασπίστηκε τις αλυσίδες του από τη λαβή του απελευθερωτή. Μόλις ελευθερώθηκε, πεσμένος στα γόνατα ούρλιαξε από την αδυναμία του να συρθεί στα σχεδόν παράλυτα από την ακινησία μέλη του. Και φωναχτά λαχτάρησε για τη γαλήνια θέση του στον βράχο κάτω από τα φτερά του αετού, όπου τίποτα δεν άλλαζε και τίποτε δεν κινούνταν ποτέ, εκτός από τους εκάστοτε σεισμούς που προξενούσαν οι θεοί. Ακόμα κι όταν επιτέλους στάθηκε στα πόδια του, πάλεψε ενάντια στην κάθοδο, σαν ηθοποιός που δεν θέλει να κατέβει από τη σκηνή. Ο Ηρακλής έπρεπε να τον σηκώσει στους ώμους του. Η κάθοδος στην ανθρωπότητα κράτησε άλλες τρεις χιλιάδες χρόνια. Οι θεοί έκαναν κομμάτια τα βουνά, ώστε η κατάβαση μέσα στη φρενίτιδα της απανταχού θρυμματιζόμενης πέτρας έμοιαζε περισσότερο με ελεύθερη πτώση. Ο Ηρακλής τότε σήκωσε το πολύτιμο φορτίο του με τόση φροντίδα, ώστε να μην μπορεί τίποτε να το βλάψει, σαν να κρατούσε ένα μωρό σε μάρσιππο κολλημένο στο στήθος. Σφίγγοντας τον λαιμό του απελευθερωτή, ο Προμηθέας ψιθύριζε οδηγίες για το που κατευθυνόταν η θύελλα από τα συντρίμμια, ώστε να μπορέσουν να τα αποφύγουν. Στο μεταξύ, συνέχιζε να ουρλιάζει δυνατά προς τους ουρανούς, που είχαν σκοτεινιάσει από τους απανταχού στροβιλιζόμενους βράχους, διαλαλώντας την αθωότητα του σε τούτη εδώ την υπόθεση ελευθερίας. Ακολούθησε η αυτοκτονία των θεών. Ο ένας μετά τον άλλο, εκτινάχτηκαν από τον ουρανό στην πλάτη του Ηρακλή και μονομιάς έγιναν συντρίμμια. Τότε, ο Προμηθέας επέστρεψε πάνω στους ώμους του απελευθερωτή και πήρε τη πόζα του νικητή που, καβάλα σε ένα καταϊδρωμένο άλογο, έρχεται να συναντήσει τις επευφημίες του πλήθους.
https://www.hartismag.gr/hartis-55/klimakes/skines-apo-tin-ellada-ton-allon-vii
_____________