Για μια νέα κυβερνητική αντίληψη της Αριστεράς χωρίς εξαιρέσεις

Published
Χρόνος 7 (Νοέμβριος 2013)

Για μια νέα κυβερνητική αντίληψη της Αριστεράς χωρίς εξαιρέσεις

Tί σημαίνει για την Αριστερά να δημιουργεί και να υπερασπίζεται τον νόμο αντί να βρίσκεται σε αντίθεση με το καθεστώς του

--------------------
 

Με τα μαζικά εξεγερτικά κινήματα των τελευταίων δύο ετών, στην Αίγυπτο και την Τυνησία, στην Ισπανία και την Ελλάδα, στην Αμερική (Occupy), πρόσφατα στην Τουρκία, το πρόβλημα της πολιτικής δράσης τίθεται σε εντελώς διαφορετικά πλαίσια. Αν και με σημαντικές επιμέρους διαφορές –ιστορικές, πολιτισμικές, γεωπολιτικές– και προφανώς διαφορετικές τροπές και εξελίξεις, τα κινήματα αυτά έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: τη μαζική παρουσία ανθρώπων από διαφορετικές και ετερογενείς προελεύσεις (ταξικές, πολιτισμικές, θρησκευτικές κ.λπ.) και πολιτικές (φύλου, σεξουαλικότητας και πολιτισμικής ιδιαιτερότητας) σε δημόσιο χώρο. Γι’ αυτό και πολλές φορές έχουν ονομαστεί κινήματα των πλατειών. Μιλάμε ουσιαστικά για κινήματα μαζικών συνελεύσεων (στα αγγλικά: assembly movements), που αξίζει να το σκεφτούμε στην κυριολεξία του όρου. Άνθρωποι άγνωστοι μεταξύ τους και ριζικά διαφορετικοί συνελαύνουν στον δημόσιο χώρο, που κατ’ ουσίαν τους έχει αφαιρεθεί, για να τον ξανακερδίσουν και να τον αλλάξουν. Γι’ αυτό και πολύ σωστά τα αιτήματά τους, έστω και σε πολλαπλές πολιτικές γλώσσες και διαμορφώσεις, είναι τελικά αιτήματα άμεσης δημοκρατίας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται στο κάθε συγκεκριμένο πολιτικό/πολιτισμικό πλαίσιο.2

Σε αυτές τις γενικές γραμμές, λοιπόν, τίθεται κατ’ εμέ και το αίτημα μιας νέας κυβερνητικής αντίληψης εκ μέρους της Αριστεράς, μιας «αριστερής κυβερνητικότητας» (left governmentality), ιδιαίτερα δε στην τρέχουσα περίοδο κρίσης, η οποία κακώς θεωρείται χρηματοοικονομική, γιατί είναι πρωτίστως κρίση πολιτική – κρίση νομιμότητας του πολιτικού όπως αυτό έχει καθιερωθεί μέσω της παραδοσιακής έννοιας της κυριαρχίας (sovereignty). Σκεπτόμενοι μια αριστερή κυβερνητικότητα δεν σημαίνει απαραίτητα μια απλή αντήχηση του Φουκώ.3 Εάν μας ενδιέφερε να συμπεριλάβουμε τον Φουκώ, αυτό θα σήμαινε να λάβουμε σοβαρά το θετικό κριτικό του ήθος, όπως αυτό τίθεται στην πρότασή του ότι πρέπει να υπερασπιστούμε την κοινωνία. Το άμεσο ερώτημα είναι: Να υπερασπιστούμε ποια κοινωνία; Εναντίον ποίου; Εν ονόματι ποίου; Ένα ερώτημα ιδιαίτερα σημαντικό σε μια εποχή που η παραδοσιακή έννοια της κυριαρχίας καταρρέει ενώπιον μιας παγκοσμίως απεδαφοποιημένης ισχύος των λεγόμενων «δυνάμεων της αγοράς». Η καταρρέουσα έννοια της κυριαρχίας καθιστά το ερώτημα της αριστερής κυβερνητικότητας ακόμη πιο καίριο και αιχμηρό, απαιτώντας ολοένα νέες επινοήσεις.

Προχωρώ επιτούτου σε μια σειρά θέσεων κάπως σχηματικά, που θα χρειαστούν περαιτέρω επεξεργασία σε ένα άλλο πλαίσιο:

1. Κάμποσο καιρό τώρα έχω αναπτύξει κάποιες θέσεις εναντίον της τάσης να αντιμετωπίζεται η πολιτική υπό το πρίσμα της λογικής της εξαίρεσης.4 Αυτή η τάση, ιστορικά, διακρίνεται από μια γραμμή που ξεκίνησε όταν ένα μέρος της αριστερής σκέψης οικειοποιήθηκε τον Καρλ Σμιτ μέσα στη δεκαετία του ’80 και καταλήγει στη σημαντική επεξεργασία της έννοιας κυρίως από τον Τζόρτζιο Αγκάμπεν. Θεωρητικά η αριστερή λογική της εξαίρεσης έχει απόλυτο ενδιαφέρον, αλλά πολιτικά παύει να έχει σημασία τη στιγμή που γίνεται θεωρητικός κανόνας. Αντιθέτως, με ενδιαφέρει μια πολιτική του ανεξαίρετου (unexceptional), όπως πρόσφατα το ονόμασε η Έμιλυ Άπτερ. Με ενδιαφέρει αυτή η προοπτική ακριβώς γιατί η δημοκρατία δεν (πρέπει να) κάνει εξαιρέσεις, αν πάρουμε σοβαρά τη ρήση του Αριστοτέλη ότι κανείς δεν μπορεί να θεωρείται άρχων αν δεν γνωρίζει άμεσα τι σημαίνει να είναι αρχόμενος. Από τη δική μας θεωρητική σκοπιά, η θέση του Αριστοτέλη σημαίνει ότι στη δημοκρατία οι άρχοντες είναι ταυτόχρονα αρχόμενοι και αντιστρόφως, έτσι ώστε η έννοια της αρχής να μην έχει καμία προτεραιότητα ή μοναδικότητα, αλλά να μοιράζεται σε όλους. Άνευ εξαιρέσεων.5 Η γνωστή πολιτική των διακρίσεων και της αποκλειστικότητας (συνεπώς, του αποκλεισμού), που χαρακτηρίζει τις λεγόμενες σύγχρονες δημοκρατίες, μαρτυρά το ψευδεπίγραφο αυτού του πολιτεύματος. Οι σύγχρονες δημοκρατίες δεν είναι παρά φιλελεύθερες ολιγαρχίες.

Μία συνέπεια αυτής της γενικότερης ψευδωνυμίας είναι η σιωπηλή αποδοχή της θέσης του Αγκάμπεν περί διαρκούς καθεστώτος εξαίρεσης ως γεγονός. Ενώ η θέση αυτή είναι ρητορική –μια διαρκής εξαίρεση παύει εκ των πραγμάτων να είναι εξαίρεση– παραμένει σε ένα θεωρητικό πλαίσιο που γενικεύει την πολιτικοθεολογική σημασία του θαύματος (όπως πρώτος έθεσε ο Σμιτ). Η πολιτική, δηλαδή, για μια ακόμη φορά γίνεται μεταφυσική, θεολογικοποιείται. Την Αριστερά, όμως, πρέπει να την ενδιαφέρει μια πολιτική στην οποία θαύματα δεν γίνονται, μια πολιτική στην οποία πραγματικά δεν υπάρχει τίποτε το ιερό και το όσιο, μια πολιτική που δεν θρέφεται με Homo Sacer. Αυτή, κατ’ ανάγκην, είναι μια πολιτική χωρίς θεολογία, χωρίς εξαιρέσεις. Είναι μια, εκ των πραγμάτων, αναρχική πολιτική, όπως στην ουσία είναι η πραγματικά δημοκρατική πολιτική, με την έννοια ότι η αρχή μοιράζεται σε όλους ανεξαιρέτως και συνεπώς παύει να ισχύει ως κανόνας εκ των προτέρων. Αυτή η αναρχική πολιτική (που, σημειωτέον, δεν έχει τίποτε να κάνει με την τετριμμένη χρήση της έννοιας στα χέρια πολέμιων και υπερασπιστών της) δημιουργεί ένα τεράστιο πρόβλημα στην παράδοση της έννοιας της κυριαρχίας όπως την έχουμε κληρονομήσει από τη νεωτερικότητα.

2. Εάν όντως ισχύει αυτό που λέει ο Σμιτ ότι «κυρίαρχος είναι αυτός που παίρνει την απόφαση να εξαιρέσει», τότε πρέπει να αναστοχαστούμε τι σημαίνει κυριαρχία. Μια απλή συλλογιστική που συνδέει την κυριαρχία με την εξαίρεση δεν αρκεί. Σίγουρα είμαστε αναγκασμένοι να αναστοχαστούμε τι σημαίνει κυριαρχία σε έναν κόσμο που οικονομικές δυνάμεις, παγκόσμιας εμβέλειας και παντελώς απεδαφοποιημένες πέρα από τα όρια μιας παραδοσιακής κυριαρχίας, παίρνουν άμεσες πολιτικές αποφάσεις, οι οποίες καθορίζουν συγκεκριμένα εδάφη και επικράτειες, χώρους και χώρες που κατοικούνται από συγκεκριμένους ανθρώπους. Το ουσιαστικό σημείο αναφοράς του κυρίαρχου (sovereign) στις κοινωνίες μετά την έλευση του καπιταλισμού δεν είναι το κράτος (συνεπώς ο νόμος και η μοναρχία), όπως συνηθίζεται να λέμε, αλλά η εθνική οικονομία. Η κατάρρευση της εθνικής οικονομίας ως απαραίτητο στοιχείο της εθνικής ανεξαρτησίας συμβαίνει πλέον παντού, ανεξαιρέτως, κι αυτός είναι ένας λόγος παραπάνω να αφήσουμε πια τη συζήτηση για το αν η κυριαρχία είναι εντέλει μια επέκταση του φαντασιακού του μοναρχικού νόμου, όπως αυτός διαμορφώνεται στη μεσαιωνική Δύση.

Σε μια κοινωνία που θέλει να μάχεται τις καπιταλιστικές αξίες –δεν σκέφτομαι ουτοπικά, αλλά εντελώς ρεαλιστικά–, η κυριαρχία πρέπει να εδράζεται σε μια ανεξαίρετα συλλογική πολιτική δράση, μια ανεξαίρετη πολιτική της καθημερινότητας, γιατί δεν θα βασίζεται στην εξαίρεση της εκλογικής διαδικασίας από την καθημερινή πολιτική δράση, γιατί θα βασίζεται σε ανθρώπους που δεν δρουν πολιτικά κατ’ εξαίρεσιν ως επαγγελματίες πολιτικοί.

3. Αυτοί είναι ακριβώς οι άνθρωποι που στοχοποιούνται σήμερα από την τάξη γεωπολιτικής και βιοπολιτικής εξαίρεσης. Μου φαίνεται σαν να ζούμε σε μια παραίσθηση των προθύρων του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, όπου Μεγάλες Δυνάμεις και μεγάλοι τραπεζίτες καθορίζουν την πολιτική μοίρα εθνών και κοινωνιών που μόνο κατ’ όνομα μπορούν να θεωρούνται ανεξάρτητες. Αυτό το παλιό φαινόμενο έχει βέβαια πολλαπλασιαστεί σε εύρος και ταχύτητα. Θα μπορούσαμε να εισαγάγουμε, στην επίσημη οικονομολογική γλώσσα, τον όρο αστραπιαία πτώχευση (flash impoverishment) για να περιγράψουμε τι έχει συμβεί στην Ελλάδα μέσα σε έναν χρόνο, δηλαδή την εκμηδένιση του συνολικού πλούτου μιας χώρας σε ταχύτητες που συγκρίνονται μόνο με κατάσταση πολέμου. Αυτή η γεωπολιτική επίδειξη ισχύος συνοδεύεται ταυτόχρονα με μια βιοπολιτική βία, οι τεχνικές της οποίας έχουν ξεφύγει από το πλαίσιο της «φυλακής» ή της «κλινικής» (Φουκώ) –δηλαδή έχουν ξεπεράσει την εποπτεία του «παθολογικού»– και επιδίδονται σε μια καταπίεση του «κανονικού», φυλακίζοντας, δηλαδή, και τους κανόνες και τα πάθη της καθημερινής ζωής των ανθρώπων και συνεπώς εκμηδενίζοντας τη δυνατότητα των ανθρώπων να δημιουργήσουν αυτόνομα τους κανόνες τους αλλά και τα πάθη τους.

Θα μπορούσαμε επίσης να επινοήσουμε τον όρο απορρύθμιση του πολιτικού για να αποδώσουμε ανάγλυφα την άμεση κατοχή της πολιτικής εξουσίας από δυνάμεις της αγοράς. Βέβαια, η λέξη απορρύθμιση (deregulation), όπως τη χρησιμοποιούν οι οικονομολόγοι, πρόκειται για τεράστια απάτη και ψευδωνυμία, γιατί στην ουσία περιγράφει ένα συγκεκριμένο πλαίσιο κανόνων και νόμων που ρυθμίζουν την αγορά προς όφελος αυτών που ελέγχουν τους μηχανισμούς ρύθμισης/απορρύθμισης. Κάθε λεγόμενη απορρύθμιση είναι μια συγκεκριμένη ρύθμιση. Εδώ χρησιμοποιώ τη λέξη με ειρωνεία, αλλά απόλυτα υπεύθυνα ως προς τις τρέχουσες συνθήκες. Τα μέτρα λιτότητας είναι μέρος της απορρύθμισης του πολιτικού. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η λιτότητα δεν είναι οικονομικό μέτρο αλλά πολιτικό εργαλείο. Και η λιτότητα, εννοείται, ασκεί μια πολιτική εξαίρεσης, διαχωρίζοντας ανθρώπους, κοινότητες και ολόκληρους πληθυσμούς, ώστε πολλές φορές να αφαιρούνται από το πεδίο της πολιτικής δράσης, να εξαιρούνται από το δικαίωμά τους στην κοινωνική πάλη. Από την άλλη πλευρά, η λιτότητα, ως πολιτική εξαίρεσης, είναι επίσης σαφέστατα μια πολιτική του κανόνα και της αρχής, όπου οι αρχόμενοι εξαιρούνται, για μια ακόμη φορά, από το ισότιμο δικαίωμά τους (σε μια δημοκρατία) να συμμετέχουν, να συμβάλλουν και να συνδημιουργούν αρχές και κανόνες. Με αυτή την έννοια, η εξαίρεση όντως επιβεβαιώνει τον κανόνα – τον κανόνα αυτών που δημιουργούν την εξαίρεση ώς κανόνα.

4. Η μόνη απάντηση σε αυτή τη ρητή βία του διαχωρισμού και της αποπολιτικοποίησης –διότι αυτό σημαίνει να εξαιρείται ένας άνθρωπος από το πεδίο κοινωνικής δράσης: να αποπολιτικοποιείται– είναι η πολιτική που διευρύνει και βαθαίνει το ανταγωνιστικό πεδίο, η πολιτική που εντείνει, αντί να αμβλύνει, τις διαφωνίες. Αυτή θα ήταν μια πολιτική που θα δημιουργούσε μια πιο ριζική δημοκρατία, η οποία θα αφορούσε την αυτοοργάνωση και αυτονομία σε όλη την εμβέλεια των τρόπων συλλογικότητας, τη δυναμική αμφισβήτηση όλων των συμβατικών πεδίων δράσης και τη δημιουργία συνθηκών παιδείας που θα ανέτρεπε τις καθιερωμένες και παγιωμένες παιδαγωγικές παραμέτρους, όπου κι αν βρίσκονται.

Βέβαια, αυτή η πολιτική δεν μπορεί να είναι μόνο πολιτική άρνησης, κριτική εν ονόματι της κριτικής. Απαιτεί μια θετική δράση, μια πρακτική σύνταξης και σύνθεσης. Όπως όταν η κοινωνία αποσύρει τη συγκατάθεσή της στην εξουσία (για να θυμηθούμε εδώ τον Ετιέν Λα Μποεσί και την απαράμιλλη κριτική του στην «εθελοδουλεία») και πρέπει μετά να προχωρήσει στο επόμενο βήμα μιας νέας συνταγματικής συνθήκης, έτσι και η κάθε αντίσταση πρέπει να προχωρεί σε νέες παιδαγωγικές πρακτικές, σε νέους τρόπους κοινωνικής οργάνωσης. Η απόσυρση της συγκατάθεσης στην εξουσία μπορεί να είναι, κυριολεκτικά, μια πράξη αρνητική, αλλά είναι στην ουσία ταυτόχρονα το πρώτο βήμα θετικής, συνταγματικής, δράσης. Στην ίδια στιγμή, η άρνηση της συγκατάθεσης στην εξουσία είναι πράξη αυτονομίας, πράξη άλλης εξουσίας.

5. Αυτό που ξεχωρίζει τη δημοκρατία από κάθε άλλη μορφή πολιτικής οργάνωσης είναι η ανεξαίρετη ανταλλαξιμότητα των πολιτικών υποκειμένων. Ασχέτως της ανυπέρβλητης οντολογικής μοναδικότητας του κάθε ατόμου ως κοινωνικού υποκειμένου, πρέπει να αντιμετωπίσουμε το γεγονός ότι ισονομία σημαίνει πολιτική ανταλλαξιμότητα, στη βάση μιας ισοτιμίας πολιτών η οποία δεν ακυρώνει τη ριζική διαφορετικότητα του καθενός. Πολιτική ισοτιμία δεν σημαίνει απαραίτητα κοινωνική ισότητα, τουλάχιστον όχι σαν απόλυτος προσδιορισμός. Η κοινωνική ισότητα δεν μπορεί να είναι απλώς ένας πολιτικός στόχος, όπως πάγια θεωρεί ο φιλελευθερισμός, που μεταφράζεται στην πολιτική της λεγόμενης ίσης ευκαιρίας – στην ελεύθερη αγορά (που δεν είναι βέβαια ποτέ ελεύθερη, όπως και η ευκαιρία δεν είναι ποτέ ίση κ.λπ.). Είναι δύσκολο να καθορίσουμε ακριβώς τι θα σήμαινε κοινωνική ισότητα έξω από κάποιο μέχρι στιγμής άγνωστο οικονομικό φαντασιακό και έξω από μια εις βάθος αναδιοργάνωση του πεδίου της σεξουαλικής διαφοράς. Αλλά η πολιτική ισονομία είναι καθ’ όλα εφικτή και έχει δημιουργηθεί ιστορικά, έστω και σπάνια, από την αρχαία δημοκρατική πόλη μέχρι τα σύγχρονα εργατικά συμβούλια, τον αναρχοσυνδικαλισμό κ.λπ.

Αυτή η αυστηρά ισόνομη ανταλλαξιμότητα των πολιτών ως προς τη δράση τους προϋποθέτει ότι ο «εαυτός» της αυτονομίας δεν φτάνει ποτέ σε πλήρη αυτάρκεια, και σίγουρα όχι σε πλήρη αρχή, γιατί τα όρια του εαυτού είναι η ετερότητα του άλλου, που καθιστά κάθε εαυτό αντικαταστάσιμο σε μια αέναη διαδικασία ετέρωσης, έτσι ώστε το κλειδί της αυτονομίας να είναι τελικά η αυτο-ετέρωση (self-alteration). Πέρα από την ψυχαναλυτική σημασία το όρου, η διαδικασία αυτή γίνεται κατανοητή, τρόπον τινά, θεατρικά, όπου η περίφημη φράση του Ρεμπώ «Εγώ είναι ένας άλλος» (Jeestunautre) –γραμμένη, σημειωτέον, μέσα στον Μάη της Παρισινής Κομμούνας (1871)– βρίσκει το απώτερο νόημά της: σε κάθε «εγώ» ενέχεται μια ετερότητα που αποτρέπει κάθε ταυτιστική σταθερότητα. Με μία φράση, ο Ρεμπώ αποσυνθέτει γραμματολογικά όχι μόνο το καρτεσιανό υποκείμενο αλλά και το καντιανό ανθρωπολογικό δεδομένο που εξαίρει τον άνθρωπο ως το μοναδικό ζώο που μπορεί να πει «Εγώ». Στη συγκεκριμένη πρόταση του Ρεμπώ, το «εγώ» επιβάλλεται μόνο μέσω του ρηματικού τρίτου προσώπου, έτσι ώστε η οντολογική υπόσταση του «είναι» να γίνεται δυνατή μόνο ως απαρέμφατο του άλλου.

Στη λογική της πραγματικής δημοκρατίας μπορούμε να πούμε ότι το «εγώ» γίνεται πάραυτα ο «άλλος», γιατί η υπόσταση του «εγώ είμαι» αναπόφευκτα περιπλέκεται στην πολιτική συμμετοχή –«μετέχειν της αρχής» είναι βασική ρήση του Αριστοτέλη–, η διαμεσολάβηση της οποίας συνίσταται στον απαράμιλλο αρχαίο θεσμό της κλήρωσης διά της οποίας νομιμοποιείται η απολύτως ισόνομη ευθύνη της πολιτικής δράσης και της αρχής. Εκεί βρίσκεται η απάντηση σε αυτούς που θεωρούν ότι η ανταλλαξιμότητα του πολιτικού υποκειμένου στη δημοκρατία είναι ένα ακόμη όπλο στην καταναλωτική ομογενοποίηση του καπιταλισμού. Γιατί σε αυτή την περίπτωση η ανταλλαγή γίνεται μέσα από τη λογική των αριθμών, ενώ στη δημοκρατία η απαραίτητη ισοτιμία βασίζεται στην αναγνώριση και τη διατήρηση της ετερογένειας. Αντίθετα με τον φιλελευθερισμό που υποστηρίζει τη σύγχυση μεταξύ ισότητας και κοινωνικής ομογενοποίησης, εδώ αντιτάσσουμε την πολιτική ισοτιμία εν μέσω μιας κοινωνικής σφαίρας όπου τηρείται η διαφοροποίηση, η ετερογένεια, ο ανταγωνισμός.

6. Σε αυτό το πλαίσιο ας δούμε τι σημαίνει να φέρουμε το φαντασιακό που διέπει τα κινήματα μαζικών συνελεύσεων σε επαφή με τη θεσμισμένη πολιτική της κάλπης, έτσι ώστε να απορρυθμιστεί η συνήθεια της εκλογικής ιεροτελεστίας και να δημιουργηθούν νέες παράμετροι κυβερνητικότητας:

Πρώτον: Η μετατροπή του φαντασιακού της Αριστεράς από αντιστασιακό σε κυβερνητικό. Προφανώς και δεν έχω στον νου μου κάποια λενινιστική αντίληψη κατάκτησης της εξουσίας. Κατ’ αρχάς πρέπει να κατανοήσουμε το γεγονός ότι αντίσταση (ή, ενδεχομένως, αντιπολίτευση, αν μιλάμε με παραδοσιακούς κυβερνητικούς όρους) ήδη σημαίνει κυβέρνηση – αν όχι ακριβώς με την έννοια του government, τότε με την έννοια του governance. Η δημοκρατική πολιτική είναι αδιανόητη εάν η αντίθεση και η διαφωνία δεν γίνονται εκ των έσω. Είναι αδιανόητη, επίσης, αν η αντίθεση και η διαφωνία θεωρούνται αντικυβερνητικές τάσεις. Ένα από τα σκανδαλώδη στοιχεία της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας στην Ελλάδα είναι το γεγονός ότι είτε η αντιπολίτευση γινόταν πάντα για τα μάτια (καλύπτοντας έτσι μια βαθιά συνενοχή με την εξουσία) είτε γινόταν για να υπονομεύσει κάθε κυβερνητική διαδικασία. Έτσι, καμία αντιπολιτευτική πολιτική δεν ανέλαβε την ευθύνη της κυβέρνησης της χώρας ως αντιπολίτευση. Εάν σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα η Αριστερά είναι η κύρια αντιπολίτευση, τότε θα πρέπει να δρα ήδη με κυβερνητική ευθύνη. Αυτή η αντιπολίτευση προφανώς και ξεπερνά τα όρια ενός εκλεγμένου κοινοβουλευτικού σώματος, γιατί η κυβερνητικότητα δεν εξαντλείται στους αντιπροσώπους αλλά διεξάγεται από το σύνολο των πολιτών.

Δεύτερον: Για να καταλυθούν οι ιεραρχικοί θεσμοί εξουσίας πρέπει η νέα κυβερνητική αντίληψη να ξεκινά από την οργάνωση σε τοπικό επίπεδο (γειτονιάς, σχολείου, εργασιακού χώρου κ.λπ.) και έξω από αυστηρά κομματικούς μηχανισμούς. Απαιτείται, λοιπόν, μια άλλη παιδαγωγική. Πράγματι, ένα από τα κυριότερα μαθήματα των μαζικών συνελεύσεων ήταν η ανακάλυψη νέων παιδαγωγικών προοπτικών. Παίρνοντας πάλι αφορμή από τη διαλεκτική σύμπτωση άρχοντος-αρχομένου στον Αριστοτέλη, μπορούμε να μιλήσουμε, κατ’ αναλογίαν, για μια διαρκή αυτοδιδακτική διαδικασία, μια προοπτική μάθησης που δεν επαφίεται στο «ιερό» κείμενο ή σε οιαδήποτε αυθεντική πηγή γνώσης, αλλά σε μια αυτοανακριτική διαδικασία που προωθεί έναν εαυτό ανοιχτό στην κοινωνική του ετερότητα και βεβαίως στην πολιτική του ετέρωση. Το αυτοδιδακτικό στοιχείο αυτής της συλλογικής παιδαγωγικής ξεπερνά την κληρονομημένη αυθεντία του λόγου γιατί η ίδια η εμπειρία της διαμόρφωσης ενός νέου δημόσιου χώρου –μέσω της σωματικής και συναισθηματικής συνύπαρξης ανθρώπων κατά τα άλλα αγνώστων μεταξύ τους σε μια αυτοοργανωμένη προσπάθεια συλλογικής αμφισβήτησης στον δρόμο ή στην πλατεία–, συνθέτει, αυτό καθαυτό, ένα νέο καθεστώς παιδείας. Βέβαια, αυτή η εμπειρία και αυτό το νέο φαντασιακό πρέπει να εισέλθει και σε πεδίο κυβερνητικότητας. Δεν φτάνει μόνο η οργή της εξέγερσης. Πρέπει να υπάρχει και η επιθυμία μιας νέας ανέγερσης, μιας δημιουργίας νέων μορφών συνύπαρξης, συμμετοχής και συναλλαγής.

Τρίτον: Η κυβερνητικότητα αυτή πρέπει να αντισταθεί στη γενικότερη ανομία που καλλιεργεί η εφαρμογή της λιτότητας ως πολιτικό μέτρο. Με αυτή την έννοια, τι σημαίνει για την Αριστερά να δημιουργεί και να υπερασπίζεται τον νόμο αντί να βρίσκεται σε αντίθεση με το καθεστώς του; Σε μια κοινωνία που η παρανομία (αλλά και η εγκληματικότητα) παράγεται εν ονόματι του νόμου, ως παρανομία εγγενής στο νομικό καθεστώς, η ριζοσπαστική πολιτική της αντίστασης είναι η πολιτική υπέρ του νόμου. Όχι βέβαια του νόμου ως σήματος κατατεθέντος της κυριαρχίας, ιδιαίτερα αν η κυριαρχία θεωρεί ότι αντλεί τη νομιμότητά της από κάποια μυστική (ή ιερή) υπόσταση –το Έθνος, το Κράτος, την Τάξη, τη Φυλή, τον Λόγο, την Οικογένεια, τον Θεό κ.λπ.–, αλλά του νόμου που αποδέχεται και αποκαλύπτει το γεγονός ότι έξω από τη συγκεκριμένη κοινωνικοϊστορική πράξη σύνταξής του, η οποία παραμένει πάντα αιρετή, ο νόμος είναι ανέδαφος. Έτσι νοείται ο νόμος της αυτονομίας: ως νόμος που αυτοθεσμίζεται την ίδια στιγμή που ο «εαυτός» ετεροποιείται σε μια, δυνάμει, απεριόριστη (ή, μάλλον, διαρκώς αυτοπροσδιοριζόμενη) διαδικασία αμφισβήτησης και δημιουργίας, κατάλυσης και θέσμισης, χωρίς υπερβατικές εγγυήσεις, χωρίς εξαιρέσεις.

Μια νέα κυβερνητικότητα της Αριστεράς πρέπει να κινητοποιήσει, εν πλήρη γνώσει και ευθύνη, τις αστυνόμους οργάς, όπως έλεγε ο Σοφοκλής στην Αντιγόνη. Πόσο παράξενα ηχεί αυτή η φράση στα σύγχρονα αυτιά μας! Και όμως, τι άλλο μπορεί να σημαίνει μια πολιτική αυτονομίας στο πλαίσιο της νομιμοποιημένης παρανομίας του σήμερα; Μόνο μια πολιτική που θα επαναφέρει τον νόμο στο κοινόν άστυ –τον νόμο που θεσπίζεται από κοινού, που αφορά το σύνολο της κοινωνίας, που δεν εξαιρεί προς όφελος (ή ζημία) μερικών– και, ταυτόχρονα, μια πολιτική τόλμη (τόλμας χάριν, λέει ο Σοφοκλής στο ίδιο χορικό), που δεν θα κουβαλάει ενοχές για την οργή της – προσοχή, όχι το τηλεκατευθυνόμενο συναίσθημα των λεγόμενων «αγανακτισμένων πολιτών» αλλά το δημιουργικό πάθος (οργή, στην κυριολεξία της) για μια έννομη, δίκαιη, κοινωνία που δεν γίνεται να περιοριστεί στη θητεία οιουδήποτε εντεταγμένου πολιτικού προσώπου ή κόμματος, αλλά αφορά την καθημερινή δράση του κάθε πολίτη απέναντι στη νομιμοποιημένη παρανομία, ακόμη και αν αυτή τον εξυπηρετεί.


http://www.chronosmag.eu/index.php/sggs.html