Αυτοδίδακτη εμμένεια: Βιβλιοπαρουσίαση Αριστείδη Μπαλτά

Published
Ίδρυμα Θεοχαράκη

Αυτοδίδακτη Εμμένεια: Βιβλιοπαρουσίαση Αριστείδη Μπαλτά


-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------


 

Δεν νομίζω ότι θα μιλήσω φιλοσοφικά. Τουλάχιστον, όχι με φιλοσοφική αυστηρότητα – ούτε την αυστηρότητα αυτών των δύο τεράστιων βιβλίων που εξετάζει ο Αριστείδης, αλλά ούτε και την αυστηρότητα της ίδιας αυτής της εξέτασης, ασχέτως αν ο εξεταστής πολλές φορές ισχυρίζεται ότι είναι μια επινόηση δική του.

Δεν είναι μόνο ότι δεν είμαι κατ’ επάγγελμα φιλόσοφος – αυτό κατ’ ουσίαν δεν έχει καμία σημασία, γιατί ο ίδιος ο Μπαλτάς διαρκώς το θέτει υπό αμφισβήτηση και στην σκέψη του αλλά και με την παρουσία του στα γράμματα και στα δρώμενα. Εξάλλου, οι τεράστιοι αυτοί φιλόσοφοι που εξετάζονται στο βιβλίο, ο Σπινόζα και ο Βίτγκενστάιν, δεν άσκησαν την φιλοσοφία ως επάγγελμα, ακόμη και όταν ο δεύτερος δίδασκε στο Καίμπριτζ. Σε αυτό θα επανέλθω στο τέλος.

Δεν θα μιλήσω φιλοσοφικά γιατί εδώ και κάποια χρόνια προσπαθώ να αποφύγω να σκέφτομαι στα αυστηρά πλαίσια των αφηρημένων εννοιών. Σκέφτομαι κυρίως ως αναγνώστης – και εδώ θα το κάνω αυτό πολύ συγκεκριμένα – και σκέφτομαι επίσης, ή προσπαθώ όσο το δυνατόν να σκέφτομαι, με στοιχεία που υπερέχουν της γλώσσας, ή να το πω ακόμη πιο περίεργα και ενοχλητικά, στοιχεία που υπερέχουν της γλώσσας ως αυστηρά επικοινωνιακού εργαλείου που βασίζεται σε ιδέες, αφηρημένες έννοιες, λογικές συντάξεις, γραμματικές προϋποθέσεις. Θα μου πείτε τώρα, μα καλά, μας δουλεύεις; Τι ακριβώς έκανες/είπες τώρα, παρά… κλπ. Και σε αυτό το συγκεκριμένο πρόβλημα θα επανέλθω.

Επιτρέψτε μου, λοιπόν, αυτόν τον δισταγμό. Ο Αριστείδης γνωρίζει πολύ καλά αυτούς τους δισταγμούς μου ή και, φιλοσοφικά μιλώντας, αυτές τις νοηματικές μου εκκρεμότητες. Οι συζητήσεις μας, που παραμένουν ανεξάντλητες, διεξάγονται 30 χρόνια τώρα, ακόμη και όταν γίνονται πια κυρίως μέσω βιβλίων (όπως αυτό εδώ), και έχουν υπάρξει για μένα ένα απαράμιλλο μάθημα, αν και δεν είναι σίγουρο ότι έχουν αλλάξει το πείσμα μου ως προς μια ιδιόρρυθμη αντίληψη, όχι μόνο της εννοιολογίας, του νοηματικού προσδιορισμού, ή ακόμη και της ίδιας της λογικής μέσα στα πλαίσια της γλώσσας, αλλά και της ίδιας της γλώσσας, ο κύριος τομέας της οποίας για μένα δεν είναι ούτε η επικοινωνία ούτε η φιλοσοφία, αλλά η ποίηση.

Και δεν εννοώ την γλώσσα που χρησιμοποιεί κανείς για να γράφει ποιήματα – προφανώς αυτό ισχύει. Εννοώ, πρωτίστως, την γλώσσα που χρησιμεύει στην ανθρώπινη φαντασία να ποιεί, να δημιουργεί μορφές, είδη, καταστάσεις που δεν υπάρχουν. Να δημιουργεί ρήγματα, ανατροπές, ριζικά ποιήματα/πράγματα ανθρώπινης δυναμικής που πάντοτε λειτουργούν μέσα στην ιστορία και δια μέσου της ιστορίας.

Ο Αριστείδης, βέβαια, γνωρίζει και αναγνωρίζει αυτό που λέω. Το λέει στο βιβλίο όταν μιλάει – μεταφράζω από τα αγγλικά – για την «έγκριτη χρήση του άνευ νοήματος», όταν προσπαθεί να εκφράσει τι σημαίνει το γραμματικώς ασύλληπτο, αυτό που κάποια στιγμή εμφανίζεται στην ιστορία και μεταμορφώνει τα πάντα, αυτό το οποίο δημιουργεί την θέση από την οποία, σύμφωνα με το βιβλίο, ο Σπινόζα, ο Βίτγκενστάιν, αλλά και ο Μπαλτάς μας επιτρέπουν να κατανοήσουμε – αλλά και να πράξουμε, να υπάρξουμε μέσα σε αυτό που ονομάζει ριζική εμμένεια.

Φοβάμαι ότι, γράφοντας, έτρεξα λίγο γρήγορα και δυστυχώς αφηρημένα.

Οπότε διακόπτω για να σας ανακοινώσω το σχέδιο που έφτιαξα προκειμένου να ανταπεξέλθω με κάποια συνέπεια στο ζητούμενο της εκδήλωσης. Θα κάνω κάποιες τηλεγραφικές παρατηρήσεις, σκαρώνοντας 3 πλαίσια συζήτησης για περαιτέρω ερωτήσεις και σκέψεις.

Πρώτο και βασικό: Έχουμε ένα βιβλίο, το οποίο είναι έργο ζωής – κορυφαίο βιβλίο στην φιλοσοφική γραμματεία διεθνώς, αλλά επίσης καίριο βιβλίο στην σκέψη του Μπαλτά, αν και θα έλεγα σε πλήρη συνάρτηση με κάποια άλλα βιβλία, αν και πιο δοκιμιακά στον λόγο, όπως σίγουρα το Αντικείμενα και όψεις εαυτού (2001) ή το Ονόματα του κομμουνισμού (2018), στα οποία – και στα δύο – διαδραματίζεται η ίδια πάλη με την εννόηση της ριζικής εμμένειας, μέσω, εξαπλουστεύοντας λίγο και θεατρικά μιλώντας, μιας performance του ψυχαναλυτικού λόγου και του λόγου του ιστορικού υλισμού αντιστοίχως.

Γιατί ριζική εμμένεια; Γιατί ο υπερβατικός λόγος, ο οποίος υπάρχει παντού στην ανθρώπινη σκέψη, στην ίδια την γλώσσα ανεξαρτήτως πολιτισμικών διαφορών, είναι σε τελευταία ανάλυση μια μετάθεση της ανθρώπινης ποιητικής/φαντασιακής δυνατότητας σε κάτι έξω από αυτήν και ως εκ τούτου, σε τελευταία ανάλυση, μια αυτό-υποδούλωση στην ίδια την ανθρώπινη φαντασία, μια εθελοδουλεία για να χρησιμοποιήσουμε τον γνωστό όρο του Ετιέν ντε λα Μποεσί. (Δική μου ορολογία βέβαια, όχι του Μπαλτά). Αυτή η μετάθεση είναι η βασική προϋπόθεση του υπερβατικού λογισμού αν και προφανώς, ως αντικείμενο της ίδιας της υπέρβασης, ανύπαρκτο, εφόσον η σκοπιά της υπέρβασης αρνείται – απωθεί, θα λέγαμε ψυχαναλυτικά – την αυτονομία της μετάθεσης.

Περί αυτού πρόκειται, βέβαια. Η αυτονομία της μετάθεσης δεν διαφέρει από την αυτονομία της ριζικής εμμένειας, στην οποία επιμένει ο Μπαλτάς, εκτός του ότι έτσι καταλύει την αυτονομία. Αβυσσαλέα διαφορά μεν, ίδια χειρονομία δε. Μιλώ πολιτικά βέβαια – και ψυχαναλυτικά – αλλά δεν νομίζω να υπάρχει πρόβλημα εδώ, γιατί και ο Μπαλτάς σε αυτό το πρόταγμα είναι ταγμένος, ασχέτως του πόσο άρτια φιλοσοφικός και περί επιστήμης είναι ο λόγος του σε αυτό το βιβλίο.

Ποιό είναι εξάλλου το πρόβλημα της ριζικής εμμένειας από την σκοπιά της υπερβατικής σκέψης; Το γεγονός ότι η ριζική εμμένεια απαγορεύει – ή τέλος πάντων, μπλοκάρει – την δυνατότητα της ριζικής αλλαγής – της ριζικής μεταμόρφωσης των πραγμάτων, της ίδιας της επανάστασης – εφόσον αποκλείει το ριζικά άλλο. Είναι πολύ ενδιαφέρον να επισημάνουμε εδώ το πόσο ακόμη και οι πιο ριζοσπαστικές θεωρίες περί ετερότητας, τις οποίες πολιτικά μπορεί και να ενστερνιζόμαστε, ενδέχεται να εμπίπτουν σε καθαρά υπερβατικές θέσεις – που σημαίνει αρνούνται την εμμένεια τους – βάσει ακριβώς αυτού του σκεπτικού.

Ένα σημαντικό ερώτημα σε αυτό το πλαίσιο, το οποίο ξεπερνάει βέβαια το πρόταγμα του βιβλίου αλλά σίγουρα εγείρεται από αυτό, είναι πώς βλέπουμε την εγελιανή προβληματική της Aufhebung και γενικά της διαλεκτικής. (Εδώ υπάρχει μια ενδιαφέρουσα κριτική ματιά του Γιώργου Φαράκλα πάνω στο εγχείρημα του Μπαλτά που θίγει αμιγώς το θέμα). Από την δική μου την σκοπιά, που μας παραπέμπει στις συζητήσεις μου με τον Αριστείδη από την πρώτη στιγμή πριν 30 χρόνια, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Γιατί αφενός η εγελιανή Aufhebung δεν σημαίνει υπέρβαση – αυτή είναι η μία της έννοια εν μέσω πολλών άλλων σημασιών της λέξης που, σημειωτέον, την αναιρούν μέσω μιας εγγενούς αντίφασης – και γιατί αφετέρου η διαλεκτική σκέψη ως αέναη, ανεξάντλητη, διαδικασία είναι ριζικά εμμενής στην ανθρώπινη πράξη και δημιουργία, δηλαδή στην ιστορία και στην πραγματικότητα την ίδια, την οποία ο Μπαλτάς στο βιβλίο σημειώνει επίσης ως ανεξάντλητη. Και ως εμμενής διαδικασία, οι ρήξεις τις οποίες δημιουργεί ή εννοιολογεί, ενώ αλλάζουν ριζικά τα δεδομένα, δεν εξαλείφουν το πλαίσιο δημιουργίας τους.

Κατανοώ εδώ πέρα την δική μου φιλοσοφική ιδιορρυθμία, καθότι ο εγελιανισμός μου είναι πρωτίστως αντορνικός και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, έρχεται σε αντίθεση με τον θεωρούμενο σπινοζισμό της αλτουσσερικής σκέψης στον οποίο έχει μαθητεύσει ο Μπαλτάς, αλλά ας μου επιτραπεί να επισημάνω ότι η αρνητική διαλεκτική του Αντόρνο είναι κατ’ εξοχήν πράξη ριζικής εμμένειας και ως εκ τούτου, αν και μέσω μιας διαφορετικής γλώσσας, συναφής με το πρόταγμα του βιβλίου.

Δεύτερον, εξίσου βασικό αλλά σε εντελώς άλλο πλαίσιο συζήτήσης:

Σημειώνω, ότι γιορτάζουμε σήμερα το βιβλίο του Αριστείδη μεταφρασμένο στην γλώσσα του. Ο Αριστείδης γράφει και σκέφτεται άπταιστα στα αγγλικά (και στα γαλλικά), αλλά αυτό δεν είναι θέμα. Είναι θέμα ότι το συγκεκριμένο βιβλίο γράφτηκε σε ξένη γλώσσα – ξένη ως προς την μητρική – όχι αυτό καθαυτό ως γεγονός στην ιστορία του Μπαλτά, αλλά ακριβώς γιατί αφενός στο εγχείρημα του η γλώσσα έχει κεντρική σημασία και αφετέρου γιατί οι κορυφαίοι αυτοί φιλόσοφοι τους οποίους εξετάζει διακρίθηκαν σε ξένη γλώσσα. Σημειώνω, δε, ότι για τον Σπινόζα τα λατινικά δεν ήταν απλώς μια ξένη γλώσσα, αλλά επίσης η γλώσσα μιας ξένης θεολογίας, με ανυπέρβλητη θεσμική παρουσία σχεδόν σε όλα τα κοσμικά πλαίσια κοινωνικής εννοιολόγησης, πολιτικά, νομικά, ιατρικά κλπ.

Επιμένω στο θέμα της μετάφρασης – της μετάφρασης ως φιλοσοφικής πράξης. Ο Μπαλτάς σκηνογραφεί εδώ μια συνάντηση – ή συναπάντηση, με την αγγλική έννοια του όρου encounter. Φτιάχνει ένα σταυροδρόμι, μέσα στον χρόνο και στην γλώσσα, όπου δύο τρόποι – σκέψης, πράξης, παρουσίας – όχι απλώς συναντώνται αλλά διασταυρώνονται, συνυφαίνονται: Προς όφελος μιας διεξόδου στο σήμερα – στο σήμερα του Μπαλτά, αλλά και ημών, στο σήμερα του κόσμου – which is all that is the case, αν θυμηθούμε την βασική αρχή του Βίτγκενστάιν.

Δεν είναι τυχαίο ότι το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου έχει τον τίτλο «Έξοδος», το οποίο μας υπενθυμίζει ότι δεν είναι ανάγκη να παραμείνουμε στα πλαίσια ή στην ίδια την γλώσσα των εν λόγω στοχαστών, γιατί εμμένουμε στην δική μας εμμένεια – ας μου επιτρέψετε αυτή την άκομψη φράση – που εντέλει είναι η ίδια η ιστορία. Προφανώς όχι η Ιστορία με κεφαλαίο – αυτή είναι μια υπερβατική σημασία – αλλά αυτή η ανεξάντλητη, όπως λέει ο Μπαλτάς, υπόσταση που υπο-υπάρχει, ας το πούμε έτσι, του «Θεού» και της «λογικής», τα οποία είναι τα βασικά νοήματα ή αρχές των δύο φιλοσόφων αντιστοίχως, άσχετα αν δεν θεωρούνται ή δεν είναι γι’ αυτούς έννοιες (που ως τέτοιες θα ήταν σχήματα υπερβατικά).

Αυτή η αναγκαία υπόσταση της ιστορίας είναι κατ’ ουσίαν γραμματικώς ασύλληπτη και μόνον εκ των υστέρων διακριτή. Ο Μπαλτάς λέει συγκεκριμένα ότι «οι εκπλήξεις της ιστορίας» επικρατούν της φιλοσοφίας. Κανένας φιλοσοφικός λόγος δεν μπορεί να τις κυριεύσει εννοιολογικά, ακόμη και όταν προφανέστατα το πράττει. Το πράττει δε πάντα εκ των υστέρων, ακόμη και αν φέρεται ότι προ-βλέπει, ή ότι υπερ-έχει, γιατί οι εκπλήξεις της ιστορίας, η ενδεχομενικότητα των πραγμάτων, της ίδιας της ανθρώπινης φαντασίας που είναι εξίσου ανεξάντλητη, μπορεί να μεταφραστεί ως «οι ασυναρτησίες της ιστορίας» βάσει μιας όποιας λογικής σκέψης την θεωρεί και την αποτυπώνει σε γλώσσα.

Τρίτο και τελευταίο για σήμερα πλαίσιο, εξίσου βασικό

Όταν μιλώ για συνάντηση και για μετάφραση, μιλώ θεατρικά. Ο Μπαλτάς σε αυτό το βιβλίο λειτουργεί ως σκηνογράφος – ή και τραγωδός. Δημιουργεί, δηλαδή, συνθήκες συνάντησης/διασταύρωσης με τον άλλον, στην οποία διαδικασία η μετάφραση είναι κατ’ ανάγκην ο τρόπος διεξαγωγής. Ακόμη και αν οι δυό φιλόσοφοι μιλούσαν ή έγραφαν στην ίδια γλώσσα, πάλι μετάφραση θα συνέβαινε, πάλι θα τους μετέφραζε ο Αριστείδης. Όχι απλά σε γλώσσα, μια άλλη γλώσσα, όχι εντελώς δική του, ολίγον ξένη αν και άπταιστα γνωστή, αλλά σε πλαίσιο, σε σκηνικό που ο ίδιος σκαρώνει (ποιητικά, το εννοώ), σκηνικό όμως που δεν του ανήκει εξ ολοκλήρου ακόμη κι αν ο ίδιος το επινόησε γιατί ανήκει στην ιστορία, όπως μόλις είπαμε.

Κι εδώ υπάρχει κι ένα άλλο στοιχείο. Το σκηνικό της ιστορίας δεν ανήκει στην φιλοσοφία. Όσο και αν ο Μπαλτάς γνωρίζει άπταιστα, κατανοεί, σέβεται και τηρεί τους κανόνες της φιλοσοφικής σκέψης, το σκηνικό του δεν ανήκει στην φιλοσοφία ως εκ των προτέρων δεδομένη αρχή και κυριαρχία σημαινόντων, όρων, τρόπων και εννοιών. Μα ούτε και ο Σπινόζα και ο Βίτγκενστάιν ανήκουν με την ίδια έννοια στην φιλοσοφία, ασχέτως αν θεωρούνται ακλόνητα κορυφαίοι φιλόσοφοι.

Σκεφτείτε την ζωή (για να μη πω καριέρα) των δύο αυτών ανθρώπων σε σχέση με το έργο σκέψης τους. Είναι κατ’ ουσίαν και οι δύο αυτοδίδακτοι. Τα έργα τους είναι ερασιτεχνικά με όλο το τεράστιο βάρος και κύρος της λέξης αυτής στην κυριολεξία της. Δημιούργησαν αριστουργήματα εκτός του επαγγελματικού /ακαδημαϊκού χώρου της φιλοσοφίας, αφαιρώντας από τα έργα τους την άμεση εργαλειοποίηση. Αυτό είναι, νομίζω, και το υπόβαθρο του τίτλου, «λειαίνοντας φακούς και ξεφλουδίζοντας πατάτες». Αυτό εννοώ επίσης λέγοντας ότι είναι αυτοδίδακτοι – δεν αρνούμαι ότι, όπως κάθε άνθρωπος, είχαν και αυτοί κάποιον δάσκαλο. Όμως, ό,τι και να υπήρξε ο Μπέρτραντ Ράσσελ για τον Βίτγκενστάιν δεν του οφείλεται το Tractatus.

Η αυτοδιδαχή είναι κατ’ εξοχήν κατάσταση εμμένειας. Είναι ταυτόχρονα – αλλά όχι παράδοξα – και συνάντηση/διασταύρωση με τον άλλον. Αλλά με ποιόν τρόπο; Τι σημαίνει να είμαι αυτοδίδακτος, να διδάσκω τον εαυτό μου; Σημαίνει ότι ξέρω κάτι που ο εαυτός μου δεν ξέρει. Το οποίο, με την σειρά του σημαίνει ότι, ως αυτοδίδακτος, ενεργοποιώ την ετερότητα μου, την ετερότητα του εαυτού μου, την ετερότητα εν εαυτώ μου.

Αυτή ακριβώς είναι η ριζική εμμένεια που προσπαθεί να μας εξηγήσει και να εκφράσει στο έργο του ο Μπαλτάς. Και εκεί βέβαια υπάρχει μετάφραση. Και υπάρχει και θεατρικότητα – διάδραση. Που αποδομεί το κλασικό δίπολο μέσα/έξω. Και ως εκ τούτου αποδομεί επίσης και την θεμελιακή κριτική της εμμένειας από τη σκοπιά του υπερβατικού λόγου: δηλαδή, το ότι δεν γίνεται να υπάρξει ριζική αλλαγή χωρίς μια ήδη υπάρχουσα – ή προϋποτιθέμενη – ριζική ετερότητα/εξωτερικότητα.

Και τέλος η αυτοδιδαχή, ως ριζική εμμένεια, είναι πράξη, δεν είναι οντολογική υπόσταση. Είναι έργο. Η ετερότητα εν εαυτώ ενεργοποιείται ως εμμενής συνιστώσα του ταυτοχρόνως διδάσκοντος και διδασκόμενου εαυτού. Και αυτή είναι η θέση του Αριστείδη για την φιλοσοφία γενικά, ότι δεν είναι σκέψη/θεωρία αλλά πράξη/έργο. Τελειώνοντας το βιβλίο – κάθε βιβλίο – του Αριστείδη, το μόνο που μπορούμε να πούμε πραγματικά είναι: «Και τώρα τι κάνουμε;»
 

Audio URL