Ανέκδοτο
Τρεις πόντοι κι ένα καψούρικο
Ι
Εχτές αγόρασα κολάν.
Και μην ακούσω για Οιδιπόδειο.
Στα νεκροταφεία βέβαια
κολάν δεν επιτρέπονται
γιατί ταράζονται οι πεθαμένοι.
Ταράζονται όμως περισσότερο
από ότι ο γυιός μου;
ΙΙ
Το πρώτο μου κολάν
το πήρα για τη μάνα μου.
Το δεύτερο, για την βιβλιοθήκη.
Το τρίτο το κολάν το έκοψα.
και το έκανα ζαρτιέρες.
Προς τι όμως το κολάν
αφού καλοκαιριάζει;
ΙΙΙ
Στου Μανχάτταν τα σκαλιά
έσκισα το καλσόν μου.
Το παρελθόν μου έκαψα
κι έζησα το παρόν μου.
Καλσόν είναι και μ΄ έσφιξε
στο κρύο των μυών μου.
Δεν ήθελες το σκίσιμο
φοβόσουν το ποιόν μου.
Ποιόν είναι και σκίζεται
καλσόν είναι και μένει.
Τους πόντους κι αν τους χάσαμε
θα είμαστε δεμένοι.
.... και το καψούρικο
Εγώ δεν ήθελα μαζί
Να γράψουμε τραγούδι
Τόν πόνο ήθελα να πιώ
Που πήρα απ΄ το μαχαίρι
Μαχαίρι που ήτανε διπλό
Και μ΄έκοψε στα δυό.
Στίχοι που επινοήθηκαν συλλογικά από μια ελληνοπαρέα σε κάτι σκαλάκια στο Μανχάτταν μετά από ξέφρενο πάρτυ.
Not for publication but may remain here