Άδολοι κτίστες
Σ΄ αυτή την πόλη που γεννήθηκα
κάποτε βασίλευαν οι κτίστες.
Μικρό παιδί, τους χάζευα
απ’ το μπαλκόνι
με τα μάγουλα σφηνωμένα στα κάγκελα
ώστε τα μάτια να τραβιούνται προς τα έξω
ανοίγοντας ενδιάμεσα μια πύλη.
Εκεί εισέρχονταν οι κτίστες
με τις γαλότσες
και ντενεκέδες με τσιμέντο
στις γυμνές, ηλιοπαρμένες ωμοπλάτες,
καθώς ανέβαιναν στον ουρανό.
«Τίστης! Τίστης!» απαντούσα
όταν η θεία μου η Νίκη με ρωτούσε
τι θα γίνω.
«Ποτέ, χρυσό μου!»
Είχε ένα στόμα κατακόκκινο
που μ΄ αγαπούσε.
Θα ήθελα τώρα να την ρώταγα,
οι κτίστες, τι απέγιναν
στον ουρανό;
Αφού στη πόλη μας ερείπια
πλέον βασιλεύουν,
αυτά που έκτισαν
στην θέση
εκείνων που κατέστρεψαν
με βαριοπούλες και λοστούς
αγκομαχώντας,
χωρίς βεβαίως να γνωρίζουν
ότι υπηρέτησαν την απαρχαίωση
του είδους
στις σκαλωσιές του πένθους
για καιρούς που θα είχαν ήδη έλθει και παρέλθει,
με αφανισμένα τα φωνήεντα
και μάσκες νίκης,
τετελεσμένοι μέλλοντες
φουτουριστές.