Σκηνές από την Ελλάδα των άλλων, VI

Published
Χάρτης 31 (Ιούλιος 2021)

                                                    Σκηνές από την Ελλάδα των άλλων, VI

                                                                      ———— ≈ ————

Συνεχίζουμε την
σειρά μεταφράσεων ποίησης που με κάποιο τρόπο, ρητό ή υπόρρητο, διαμορφώνει ελληνικά σκηνικά και τοπία, που με την σειρά τους χρησιμεύουν στο κτίσιμο ενός κόσμουάλλου, αλλά όχι ξένου. Μεταφέροντας τα στα ελληνικά, αποδίδουμε σε αυτά τα ποιήματα, κάπως σαν δώρο, τη γλώσσα χάριν της οποίας γράφτηκαν, παρόλο που γράφτηκαν σε άλλη.

Walcott in St. Lucia

Ο Ουόλκοτ στην πατρίδα του Σάντα Λουσία της Καραϊβικής


Κλεί­νω την επα­να­φο­ρά μου στο πρώ­το αυ­τό σετ με­τα­φρά­σε­ων επι­στρέ­φο­ντας ακρι­βώς εκεί που ξε­κι­νή­σα­με, στον κο­ρυ­φαίο στην πα­γκό­σμια αγ­γλό­φω­νη λο­γο­τε­χνία και πρω­το­πό­ρο της δια­σπο­ρι­κής αφρο­α­με­ρι­κα­νι­κής ποί­η­σης, νο­μπε­λί­στα Ντέ­ρεκ Oυόλ­κοτ.
Έχω επι­λέ­ξει εν­δει­κτι­κά μό­νο δύο ποι­ή­μα­τα από το δεύ­τε­ρο βι­βλίο του έπους Omeros (1990), το οποίο φυ­σι­κά έχει ανα­γνω­ρι­στεί ως το κο­ρυ­φαίο στο εί­δος του ποι­η­τι­κό έρ­γο του ύστε­ρου 20ού αιώ­να. Στο έρ­γο αυ­τό συ­να­ντώ­νται το αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κό φα­ντα­σια­κό (με πλή­ρη αί­σθη­ση, ση­μειω­τέ­ον, του νε­ο­ελ­λη­νι­κού προ­βλη­μα­τι­σμού) με την αφρι­κα­νι­κή λαϊ­κή πα­ρά­δο­ση, ξε­ρι­ζω­μέ­νη πλέ­ον από την ιστο­ρία της αλ­λά ανα­δη­μιουρ­γη­μέ­νη ως αυ­τό­χθο­νη πα­ρά­δο­ση των υπο­δου­λω­μέ­νων αφρο­α­με­ρι­κα­νών.
Η επι­λο­γή έγι­νε για πο­λύ συ­γκε­κρι­μέ­νους λό­γους. Σε αυ­τά τα δύο ποι­ή­μα­τα, τα οποία κα­τ’ ου­σί­αν ανή­κουν στο ει­σα­γω­γι­κό κομ­μά­τι του έπους, ο Walcott συ­στή­νει τον δι­κό του Όμη­ρο (την τυ­φλή περ­σό­να που ονο­μά­ζει Εφτά Θά­λασ­σες), αλ­λά το κά­νει συ­νε­χί­ζο­ντας εντε­λώς συ­νει­δη­τά την συ­νο­μι­λία του με το σε­φε­ρι­κό Μυ­θι­στό­ρη­μα, όπως εί­χε ήδη πρά­ξει ρη­τά στο ποί­η­μα του «Από τό­σο μα­κρυά» (βλ. Χάρ­της 18, Ιού­νιος 2020, όπως επί­σης για σχε­τι­κές βιο­γρα­φι­κές και βι­βλιο­γρα­φι­κές ση­μειώ­σεις). Με αυ­τή την έν­νοια, τα ποι­ή­μα­τα, αν και αλ­λό­τρια, εί­ναι αυ­θε­ντι­κά νε­ο­ελ­λη­νι­κά.

———— Οι ακουα­ρέ­λες εί­ναι έρ­γα του ποι­η­τή ————
 

Walcott scene


Όμη­ρος – Κε­φά­λαιο Β΄

ΙΙ

Ο Εφτά Θά­λασ­σες ση­κώ­θη­κε στο μι­σο­σκό­τα­δο να φτιά­ξει κα­φέ.
Η ανα­το­λή ένα φλε­γό­με­νο δα­χτυ­λί­δι στον ορί­ζο­ντα
και τα σύν­νε­φα φού­σκω­ναν σαν φρα­τζο­λά­κια. Κα­θώς η φλό­γα

έλαμ­ψε στο μά­τι, σή­κω­σε το σι­δε­ρέ­νιο μπρί­κι και το ακού­μπη­σε
στο δα­χτυ­λί­δι. Το μα­ντέ­μι έτρε­με από το βά­ρος
του νε­ρού μέ­χρι που κα­τα­στά­λα­ξε.

Το μπρί­κι του έστα­ζε. Ψη­λα­φώ­ντας βρή­κε μια τσί­γκι­νη κα­ρέ­κλα
και κρα­τή­θη­κε κο­ντά στο μα­ντέ­μι για να ακού­σει το βρά­σι­μο.
Θα έβρα­ζε μεν αλ­λά δεν θα σφύ­ρι­ζε σαν λο­στρό­μος που δί­νει

σι­νιά­λο ότι όλα εί­ναι στη θέ­ση τους. Άκου­γε την πρω­ι­νή κλά­ψα
του σκύ­λου στο υπό­γειο και την ου­ρά του να χτυ­πά­ει τις σα­νί­δες
πα­ρα­κα­λώ­ντας τον να μπει, αλ­λά σκε­φτό­ταν με φθό­νο τις πι­ρό­γιες

κά­μπο­σα μί­λια ανοι­χτά στη θά­λασ­σα. Με­τά άκου­σε την πρώ­τη αύ­ρα
να ξε­πλέ­νει την πρα­μά­τεια της τρο­πι­κής αμυ­γδα­λιάς. Χτες βρά­δυ εί­χε
μια παν­σέ­λη­νο κα­τά­λευ­κη σαν το πιά­το του. Έβλε­πε με τα αυ­τιά.

Ζε­σται­νό­ταν πα­ρέα με την σκε­πή κα­θώς σκαρ­φά­λω­νε ο ήλιος.
Από τό­τε που η αρ­ρώ­στια του εκ­μη­δέ­νι­σε την όρα­ση,
όταν η δύ­ση έσφιγ­γε της θά­λασ­σας το χέ­ρι για ύστα­τη φο­ρά –

κι ένα εσώ­ψυ­χο σκο­τά­δι με­γά­λω­νε στο ση­μείο που ήλιος και σε­λή­νη
ανε­παί­σθη­τα αντάλ­λα­ζαν θέ­ση – κά­θε του κί­νη­ση ήταν έκτη αί­σθη­ση,
σαν φεγ­γά­ρι δί­χως ωρο­δεί­κτες και δευ­τε­ρό­λε­πτα,

κα­θα­ρι­σμέ­νο ολό­τε­λα σαν το πιά­το που τώ­ρα ξέ­πλε­νε
ενώ έβρα­ζε το μπρί­κι. Η τύ­φλω­ση δεν εί­ναι κά­ποιο τέ­λος.
Δεν εί­ναι δεί­κτης της χουρ­μα­διάς πά­νω στην άμ­μο του με­ση­με­ριού.

Ένιω­θε το λιο­πύ­ρι να ανε­βαί­νει έρ­πο­ντας στους βρα­χί­ο­νες.
Το φως με­τα­πη­δού­σε σαν γά­τα πά­νω στους φρά­χτες
του αμ­μο­δαρ­μέ­νου δρό­μου. Το ένιω­θε να ανοί­γει τις χού­φτες

του αρ­τό­καρ­που στην αυ­λή, να χαϊ­δεύ­ει τα κά­γκε­λα
της σι­δε­ρέ­νιας γε­φυ­ρού­λας σαν άρ­πα, σαν κλα­ρά­κι
που κυ­μα­τί­ζει στο πο­τά­μι. Έβλε­πε την λι­μνού­λα

πί­σω από την εκ­κλη­σιά και μέ­σα της, σαν φυ­τε­μέ­νη λε­κά­νη,
το σκου­ρια­σμέ­νο σμάλ­το του ολό­γιο­μου φεγ­γα­ριού.
Κα­τέ­βα­σε το δα­χτυ­λί­δι κά­τω από το μπρί­κι σε ση­μείο δει­λι­νού.

Το σκυ­λί γρα­τζού­να­γε την πόρ­τα της κου­ζί­νας για να μπει
αλ­λά το άφη­νε στην προσ­δο­κία. Χτυ­πού­σε ένα ρυθ­μό με τα δά­χτυ­λα
πά­νω στο τρα­πέ­ζι. Δύο κο­τσύ­φια μά­λω­ναν για πρω­ι­νό.

Εκτός από το ένα χέ­ρι κα­θό­ταν ακί­νη­τος σαν μάρ­μα­ρο,
με τα θο­λά σαν τσό­φλια μά­τια του, τα δά­χτυ­λα του ν’ ανα­με­τρούν
κά­ποιο θα­λάσ­σιο πα­ρελ­θόν με ρυθ­μό τον χτύ­πο των κου­πιών.

Ω, Όμη­ρε, άνοι­ξε την μέ­ρα μου σαν κο­χλί­ας που βογ­γά­ει,
όπως έκα­νες όταν ήμου­να παι­δί, όταν ήμουν όνο­μα ου­σια­στι­κό
που γλυ­κά το εκ­πνέ­ει η πα­λέ­τα της ανα­το­λής.

Μια σαύ­ρα στον τοί­χο που ατε­νί­ζει την θά­λασ­σα πέ­τα­ξε μια ερώ­τη­ση
στο αγου­ρο­ξυ­πνη­μέ­νο κύ­μα, ενώ ένα δί­χτυ από χρυ­σα­φέ­νια βρύα
φω­τα­γω­γού­σε τα ύφα­λα που τα κα­ΐ­κια με τα από­μα­κρα πα­νιά

απέ­φευ­γαν. Μό­νο μέ­σα σου, δια­σχί­ζο­ντας θα­λάσ­σιους χάρ­τες
και αιώ­νες περ­γα­μη­νών, μπο­ρώ να αδρά­ξω την ηχώ
του κύ­μα­τος που σέρ­νε­ται στην ακρο­για­λιά σαν πε­ρι­πλα­νώ­με­νο δέ­ρας

από κο­πά­δι φά­ρων, σαν Κύ­κλω­πας που το τυ­φλό του μά­τι
έκλει­νε στον ήλιο. Τό­τε τα κα­ΐ­κια γί­νο­νταν γα­λέ­ρες κι απά­νω τους
μια φρε­γά­τα άνοι­γε σαν δρέ­πα­να φτε­ρά και τα πριό­νι­ζε αρ­γά.

Μέ­σα σου κου­κού­τσια γκρί­ζων αμυ­γδά­λων μά­ντευαν τις δε­ντρο­στοι­χί­ες
και τα αμπε­λό­φυλ­λα σκού­ρια­ζαν σαν κο­φτε­ρά νη­σιά.
Ο τυ­φλός φά­ρος, διαι­σθά­νο­ντας ότι εκεί έκο­βε ακρω­τή­ρι,

σαν γί­γα­ντας με ένα μαρ­μά­ρι­νο σύν­νε­φο στα χέ­ρια του, έπαυε
να εκ­σφεν­δο­νί­ζει τους ογκό­λι­θους που πι­τι­σι­λού­σαν φώ­σφο­ρο
τα αστέ­ρια. Τό­τε ένας νέ­γρος ψα­ράς, με πη­γού­νι αξύ­ρι­στο τρα­χύ

σαν ξε­ρα­μέ­νος αχι­νός, ανέ­βα­σε από αλευ­ρό­σακ­κο πα­νί
στο κα­λα­μέ­νιο δό­ρυ του και χά­ρα­ξε την εναρ­κτή­ρια γραμ­μή
του επι­κού μας ορί­ζο­ντα. Τώ­ρα μπο­ρώ να ρί­ξω ένα βλέμ­μα πί­σω

στους βρά­χους που κοι­τούν τα πό­δια τους όταν το φως διαυ­γά­ζει το κύ­μα
και τα μο­νό­ξυ­λα κα­νό με κα­πε­τά­νιους έβε­νους αρ­χί­ζουν το τα­ξί­δι,
εφό­σον εσύ φώ­τι­σες και έσκια­ξες τις ηλιο­παρ­μέ­νες προ­κυ­μαί­ες μας

όπου οι σκού­νες μας λι­κνί­ζο­νταν τε­μπέ­λι­κα, δε­μέ­νες στα ψυ­χρά μου­ρά­για.
Ένας αέ­ρας ξε­φυλ­λί­ζει τις σε­λί­δες του λι­μα­νιού πί­σω στην φω­νή
που απ’ την βά­ση του λαι­μού μιας κο­πε­λιάς σι­γο­ψι­θύ­ρι­ζε: «Όμη­ρος».

Walcott 2

ΙΙΙ

«Ό-μη­ρος» εί­πε η κο­πε­λιά γε­λώ­ντας. «Έτσι τον λέ­με στα ελ­λη­νι­κά»,
χαϊ­δεύ­ο­ντας το μι­κρό μαρ­μά­ρι­νο κε­φά­λι με την σπα­σμέ­νη μύ­τη πυγ­μά­χου,
κι εγώ σκε­φτό­μουν τον Εφτά Θά­λασ­σες να κά­θε­ται δί­πλα στη μπό­χα

από τα δί­χτυα που στέ­γνω­ναν, αφου­γκρα­ζό­με­νος τα χε­λι­δό­νια.
Της εί­πα, «ο Όμη­ρος κι ο Βίρ­γος ήταν κά­τι αγρό­τες από την Νέα Αγ­γλία
και το φτε­ρω­τό άτι φύ­λα­κας στο βεν­ζι­νά­δι­κο τους, έχεις δί­κιο».

Ένιω­σα το αφρο­λου­σμέ­νο κε­φά­λι να με πα­ρα­κο­λου­θεί κα­θώς χάι­δευα ένα χέ­ρι
πα­γω­μέ­νο σαν μάρ­μα­ρο, κα­τό­πιν τους ώμους, στο χει­μω­νιά­τι­κο φως
της σο­φί­τας που εί­χε για στού­ντιο. Εί­πα, «Όμη­ρος»

και το Ο ήταν πα­ρά­κλη­ση που έβγαι­νε από το κο­χύ­λι, mer σή­μαι­νε
μά­να και θά­λασ­σα μα­ζί στην πα­τουά διά­λε­κτο των Αντίλ­λων,
os, ένα γκρί­ζο οστούν και το λευ­κό κύ­μα όταν σπά­ει

κι απλώ­νει ένα συ­ρι­στι­κό πε­ρι­λαί­μιο στον δα­ντε­λέ­νιο γυα­λό.
Όμη­ρος ήταν το τρί­ξι­μο των ξε­ρα­μέ­νων φύλ­λων, το ξέ­πλυ­μα
που αντη­χού­σε από το στό­μα της σπη­λιάς όταν τρα­βιό­ταν η πα­λίρ­ροια.

Το όνο­μα μου έμει­νε στο στό­μα. Εί­δα πως το φως πλε­κό­ταν σαν μεμ­βρά­νη
στα ασια­τι­κά της μά­γου­λα, ορί­ζο­ντας τα μά­τια της με μια μαύ­ρη
γραμ­μή αμυ­γδά­λου, κα­θώς η Αντι­γό­νη γύ­ρι­σε και εί­πε:

«Έχω βα­ρε­θεί την Αμε­ρι­κή, και­ρός να γυ­ρί­σω
στην Ελ­λά­δα. Μου λεί­πουν να νη­σιά μου». Γρά­φω κι επα­νέρ­χε­ται –
ο τρό­πος που έστρι­ψε και τί­να­ξε αυ­τή την μαύ­ρη ρι­πή μαλ­λιών.

Εί­δα σε τι σχή­μα το κύ­μα χά­ρα­ξε την δα­ντέ­λα στο ακρο­γυά­λι
του λαι­μού της, με­τά πως χα­μή­λω­ναν τα με­τα­ξέ­νια ρή­χη
μέ­χρι τον αστρά­γα­λο, σαν κύ­μα δί­χως ήχο,

και ένιω­σα πως μια άλ­λη πα­γω­μέ­νη προ­το­μή, όχι δι­κή της, μα δι­κή σου
μας έβλε­πε με μαρ­μα­ρέ­νια αμύ­γδα­λα για μά­τια, με την σπα­σμέ­νη μύ­τη
να στρέ­φει αλ­λού, και το με­τα­ξέ­νιο θρόι­σμα να συμ­φω­νεί.

Μα αν μπο­ρού­σε να δια­βά­σει τα κε­νά με­τα­ξύ των γραμ­μών στο πά­τω­μα της
σαν καυ­τή λευ­κή εξέ­δρα ξε­κα­λα­φα­τι­σμέ­νη από τον ήλιο των Αντιλ­λων,
ώστε να φτά­σει τις σκιές στο αμπά­ρι του, μπο­ρεί και τα ρου­θού­νια του να τα ’και­γε

η μπό­χα των αλυ­σο­δε­μέ­νων αστρα­γά­λων, τα ξε­ρα­μέ­να πό­δια
να τρί­ζουν σαν φύλ­λα, και τό­τε ίσως το απε­νε­χο­ποι­η­μέ­νο μάρ­μα­ρο
να απέ­στρε­φε τον άσπρο του καρ­πό, να διεύ­ρυ­νε

την πλώ­ρη του στό­μα­τος του ενώ­πιον της φρί­κης κά­τω από το τρα­πέ­ζι της,
από την λύ­ρα της πο­λυ­θρό­νας της σκε­πα­σμέ­νης με τον λευ­κό χι­τώ­να,
ώστε να πρά­ξει όπως κά­νει πά­ντα το πα­ρελ­θόν: υπέ­φε­ρε και κοί­τα.

Κα­θό­ταν ήρε­μη σαν λι­μά­νι, και ένα σύν­νε­φο την κά­λυ­ψε
με την σκιά μου. Με­τά, μια πλώ­ρη με βαμ­μέ­να μά­τια
αρ­γά ανα­δύ­θη­κε από την εύ­ο­σμη βρο­χή των μαλ­λιών της.

Κι άκου­σα μια υπό­κω­φη βοή που εξέ­πνευ­σε ένα βά­ζο,
όχι για βα­σι­λείς που πά­λευαν με τις λόγ­χες της βρο­χής, αλ­λά μια πρό­ζα
από­το­μων ψα­ρά­δων που έβρι­ζαν πά­νω στα κα­νό.

dw bait

https://www.hartismag.gr/hartis-31/klimakes/skhnes-apo-thn-ellada-twn-allwn-vi