[Διάλεξη που παρουσιάστηκε στο Μουσείο της Ακρόπολης κατόπιν πρόσκλησης του Mara Karetsos Center for Culture and Science μαζί με τον γλωσσολόγο Ακαδημαϊκό Χριστόφορο Χαραλαμπάκη]
Το Μέλλον της Ελληνικής Γλώσσας
Αξιότιμη κυρία Καρέτσου
Σας ευχαριστώ ιδιαιτέρως για την τιμή που μου κάνετε με την πρόσκληση σας να συνεισφέρω στις δράσεις του Karetsos Center for Culture and Science με κάποιους σύντομους στοχασμούς γύρω από την διαχρονική αξία της ελληνικής γλώσσας
Κύριε Χαραλαμπάκη, σας ευχαριστώ επίσης για την ευκαιρία της συνομιλίας μας επί του θέματος σε αυτόν τον όμορφο χώρο
Κυρία Αντιπρύτανη, Κύριε Πρέσβη, σας ευχαριστώ για τις προσφωνήσεις
Κυρίες και κύριοι σας ευχαριστώ για την ευγενή παρουσία σας.
---------
Θα μου επιτρέψετε, πριν μιλήσω για την ελληνική γλώσσα συγκεκριμένα, να κάνω κάποιες γενικές παρατηρήσεις, ολίγον αξιωματικά, τις οποίες βέβαια μπορούμε κάλλιστα να συζητήσουμε μετά.
Θεωρώ απαραίτητο να προσεγγίσουμε το θέμα μας μέσα σε ένα ευρύ πλαίσιο, που δεν αφορά μόνο τους ειδικούς εξ ημών—φιλολόγους, γλωσσολόγους, νεοελληνιστές κλπ.—αλλά όλους και όλες μας που κατοικούμε στην ελληνική γλώσσα, με τον οποιονδήποτε τρόπο το αντιλαμβανόμαστε αυτό.
Επειδή, ο πρώτος τίτλος του θέματος μας χρηστικά ήταν «Το μέλλον της ελληνικής γλώσσας» θέλω να αρχίσω από εκεί και να θέσω πρώτα από όλα το ερώτημα του μέλλοντος.
Και είναι όντως ερώτημα, καθότι το μέλλον δεν μπορεί ποτέ να καθοριστεί με βεβαιότητα. Υπάρχει για μας τους ζώντες στο παρόν, ενδεχομένως, μέσω κάποιων σχεδίων ή υπολογισμών, πάντα μέσα σε πλαίσια θεσμών, εθίμων ή συνηθειών που μας επιτρέπουν την ευχέρεια κάποιων βάσεων, κάποιων διαχρονικά δεδομένων που ποντάρουμε στην πιθανότητα να επαναληφθούν χωρίς όμως ποτέ να είμαστε 100% σίγουροι. Με αυτή την έννοια το οποιοδήποτε μέλλον είναι άμεσα συνδεδεμένο με το παρόν και βέβαια κάποιο παρελθόν, το οποίο συνήθως ονομάζεται παράδοση, μάλλον απλοϊκά, και στο οποίο θα επανέλθω στο τέλος.
Όμως, ανεξάρτητα από το παρόν, το μέλλον υπάρχει επίσης ευχετικά ή μέσω προσδοκιών, υπάρχει σαν πρόθεση ίσως και σαν βούληση, πάνω στην οποία φτιάχνονται σχέδια. Για τον ανθρώπινο ψυχισμό υπάρχει κυρίως σαν όραμα, σαν βλέμμα μακρυνό σε ένα αμυδρό ορίζοντα που πάντα απλώνεται μπροστά μας ακόμη και στις τελευταίες φάσεις της ζωής μας. Σαν όνειρο. Το λέμε συχνά, «ονειρευόμαστε να κάνουμε κάτι που θέλουμε»--το οποίο, αν το σκεφτούμε λίγο πιο βαθειά, μας συνδέει με τον πιο εσωτερικό μας κόσμο, που πολλές φορές διαχωρίζεται από τον κόσμο στον οποίο ενεργούμε ρητά και λογικά. Με αυτή την έννοια, άλλο το σχέδιο και άλλο το όνειρο ενός μέλλοντος – ανήκουν σε διαφορετικές νοηματικές και ψυχικές διαδικασίες. Το αν το όνειρο γίνει σχέδιο ή πραγματοποιηθεί άνευ σχεδίου, όπως πολλές φορές γίνεται, είναι άλλο θέμα και πάντα το εξετάζουμε εκ των υστέρων
Επιμένω σε αυτό το ψυχικό σημείο της ενόρασης γιατί όταν μιλάμε για το μέλλον μιας γλώσσας μιλάμε για το μέλλον μιας κοινωνίας και καμία κοινωνία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς οράματα—τουλάχιστον, μια κοινωνία που δεν είναι έρμαιη κάποιων δυνάμεων που την χειραγωγούν, την δυναστεύουν ή την καταστρέφουν, όπως βλέπουμε σήμερα σε κάποιες πραγματικά τρομακτικές και τραγικές στιγμές της ανθρώπινης ιστορίας. Μια κοινωνία που θέλει να διατηρεί την αυτονομία της πολιτιστικής της κληρονομιάς, σε βαθμό που μπορεί να την κατέχει και την προστατεύει, δεν μπορεί να αφήσει μπροστά της ένα μέλλον δίχως όραμα. [Δεν μπορεί το μέλλον της να είναι απλώς θέμα σχεδίου και ας με συγχωρήσουν εδώ τα τεχνοκρατικά μυαλά, τα οποία προφανέστατα σέβομαι και τα οποία τα έχουμε ανάγκη, αλλά από μόνα τους απλά δεν επαρκούν όταν μιλάμε για κοινωνίες και ανθρώπους.]
Χωρίς ποιητές—με την αρχαία έννοια της λέξης ποιείν, που σημαίνει δημιουργική φαντασία, αλλά και κυριολεκτικά με την λογοτεχνική έννοια—δεν μπορούμε να μιλήσουμε για το μέλλον καμίας γλώσσας ή πολιτισμού εν γένει. Και σε αυτό επίσης θα επανέλθω.
Πάμε τώρα στην γλώσσα.
Το ότι η γλώσσα είναι κύριο χαρακτηριστικό του ανθρωπίνου όντος είναι κάτι τετριμμένο. Βέβαια, η επιστήμη γνωρίζει πια ότι και άλλα ζώα έχουν γλώσσα επικοινωνίας: τα δελφίνια, οι φάλαινες, σίγουρα τα πουλιά—για αυτό δε το τελευταίο δεν χωράει αμφιβολία και μάλιστα με πρωτοφανή πολυπλοκότητα. Έχουν δε γίνει μελέτες που θεωρούν ότι η γλωσσική δυνατότητα των Homo Sapiens και ενδεχομένως των άμεσα προγόνων τους είναι μια μετεξέλιξη της μουσικότητας στην οποία βασίζεται η επικοινωνία των πουλιών. Οι μελέτες αυτές θεωρούν ότι η γλώσσα είναι ένα θεμελιακά ηχητικό είδος—το λένε δε ρητά μουσικό, γιατί έχει ρυθμό και χροιά, είναι δηλαδή ένα τραγούδι χωρίς λόγια, όπως πολλές φορές ακόμη και τώρα σφυρίζουμε ένα σκοπό, είτε γιατί απλώς μας αρέσει είτε για να επικοινωνήσουμε επί τούτου, κάποιες φορές συνθηματικά ή συνωμοτικά.
Αυτό που ονομάζουμε άναρθρες κραυγές, σε κάποια φάση της εξέλιξης μας ήταν γλώσσα, είχε επικοινωνιακό νόημα. Γνωρίζουμε πολύ καλά από την ίδια μας την εμπειρία πως τα παιδιά επικοινωνούν στα πρώτα βήματα της ζωής τους δημιουργώντας μια δική τους γλώσσα, την οποία, ως γονείς, γρήγορα οφείλουμε να μάθουμε για να ανταποκριθούμε, ενώ τους διδάσκουμε την γλώσσα που σύντομα θα τα εντάξει στην κοινωνία.
Τα λέω όλα αυτά για να καταλάβουμε καλύτερα τι εννοούσε ο Αριστοτέλης όταν όριζε τον άνθρωπο ως ζώον λόγον έχον. Αυτή η πασίγνωστη φράση, σημειωτέον, έχει μεταφραστεί ολέθρια σε διάφορες ξένες γλώσσες στα πλαίσια της φιλοσοφίας ως αναφορά στον ορθολογισμό— στα αγγλικά, η συνήθης μετάφραση είναι the rational animal. Όμως, ο Αριστοτέλης δεν αναφέρεται στην λογική. Η λέξη «λόγος» σημαίνει όντως γλώσσα, αυτή την ιδιότητα του ομιλείν με συγκεκριμένο τρόπο που οργανώνει ένα κοινό πλαίσιο συνεννόησης μεταξύ ανθρώπων που αναγνωρίζουν τους εαυτούς τους να ανήκουν σε μια συγκεκριμένη κοινωνία έναντι άλλων ανθρώπων, που έχουν άλλη γλώσσα και ζουν με άλλους τρόπους σε άλλες κοινωνίες.
Το ότι είμαστε όντως το μοναδικό ζώον λόγον έχον θα το θεωρήσουμε δεδομένο μέχρις ότου καταφέρουμε να αποκρυπτογραφήσουμε, δηλαδή να μεταφράσουμε σε δική μας, την γλώσσα π.χ. των δελφινιών, έτσι ώστε να επικοινωνήσουμε μαζί τους σε εντελώς διαφορετικό επίπεδο γνώσης όπου μπορεί ίσως να κατανοήσουμε και τον ψυχισμό τους. Είμαστε πολύ μακρυά από κάτι τέτοιο βέβαια, αλλά δεν είναι απίθανο.
Οπότε, η γλώσσα έχει μια οντολογική υπόσταση, δηλαδή αφορά γενικά το ζώον «άνθρωπος». Όμως, πιο σημαντικό, ακριβώς στον βαθμό που αφορά το ζώον «άνθρωπος» (και που το διαφοροποιεί από τα άλλα όντα), η γλώσσα γίνεται πάντα μία γλώσσα εν μέσω άλλων – μια συγκεκριμένη γλώσσα μιας συγκεκριμένης κοινωνίας εν μέσω αναρίθμητων εντέλει άλλων, αναρίθμητων γιατί κάποιες δεν θα τις γνωρίσουμε ποτέ, έχουν εξαφανιστεί, και κάποιες άλλες λογικά θα εμφανιστούν, θα δημιουργηθούν, αν ο άνθρωπος βέβαια καταφέρει να συνέλθει και να μην καταστρέψει τον πλανήτη. Δεν μπορούμε, δηλαδή, να θεωρήσουμε ότι η γλωσσική δυνατότητα των ανθρώπων έχει τελειώσει.
Μια γλώσσα εν μέσω άλλων είναι πάντα αυτό που διακυβεύεται, γιατί στην γλώσσα πρώτιστα καταγράφεται ο χαρακτήρας μιας κοινωνίας, όπως έλεγαν και οι Διαφωτιστές πριν σχεδόν πια τρεις αιώνες. Εδώ αντιλαμβάνομαι το «χαρακτήρας» κυριολεκτικά—όχι ρομαντικά, δηλαδή αναφερόμενος σε εγγενή και αδιάσειστα στοιχεία μιας κοινωνίας ή στην προσωπικότητα ενός πολιτισμού, αλλά όπως το λέει η λέξη: αυτό που χαράσσεται, που εγγράφεται, στην ιστορία μιας κοινωνίας ή ενός πολιτισμού.
Προφανώς, λοιπόν, η κάθε γλώσσα είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένη με την ιστορία. Ευθέως δε, θα έλεγα, είναι προϊόν της ιστορίας—δεν υπάρχει γλώσσα που να δημιουργήθηκε εν μία νυκτί, είναι πάντα διαδικασία μέσα στον χρόνο. Όμως, ενώ είναι παράγωγο της ιστορίας μιας κοινωνίας, ταυτόχρονα προάγει και οργανώνει το γνώθι σεαυτόν μιας κοινωνίας. Ενώ είναι δηλαδή προϊόν της ιστορίας ενός συγκεκριμένου πολιτισμού, ταυτόχρονα δημιουργεί την ιστορία μιας κοινωνίας, γιατί εκφράζει τις ζωτικές της σημασίες και αξίες, γιατί λογοποιεί την αφήγησή της, και εντέλει ανανεώνει αυτή την ιστορία δημιουργώντας νέα πλαίσια νοήματος, νέα οράματα, νέες λέξεις.
------
Βλέπετε, αυτό το εισαγωγικό πλαίσιο καταγράφει μια μεγάλη εικόνα—μέσα στον χρόνο, εννοείται, αλλά και στον χώρο, σε ένα εύρος κοινωνικό, ιστορικό, και πολιτιστικό. Θα ξεκινούσα έτσι σε κάθε περίπτωση, αλλά εδώ είναι απολύτως απαραίτητο γιατί η ελληνική γλώσσα είναι μια αρχαία γλώσσα, όσο ελάχιστες πια στον πλανήτη. Τα κινεζικά είναι ίσως το άλλο κάπως παρόμοιο παράδειγμα. (Μάλιστα, το ιδιαίτερο ενδιαφέρον των Κινέζων για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό συνηγορεί προς αυτό το σκεπτικό.) Λέγοντας «αρχαία γλώσσα» αναφέρομαι σε γλώσσες που χρησιμοποιούνται ακόμη μέσα σε ένα σαφές πλαίσιο τεράστιας διαχρονικής εξέλιξης. Δεν ισχύει το ίδιο για τα λατινικά, φερ’ ειπείν, γιατί έχουν πάψει να υπάρχουν εκτός από κάποια σημεία της θείας λειτουργίας της Καθολικής Εκκλησίας, και οι λατινογενείς γλώσσες είναι κατ’ ουσίαν μεσαιωνικές, όπως είναι και οι αραβογενείς ή οι ινδικές γλώσσες.
[Παρένθεση: δεν εξετάζω τις διάφορες γλώσσες των αυτόχθονων πληθυσμών στις ηπείρους της Αμερικής, της Αυστραλίας, ή ακόμη και της Αφρικής γιατί δεν έχουμε σαφή στοιχεία από πότε υπάρχουν. Όμως, σε βαθμό που χρησιμοποιούνται διαχρονικά θα μπορούσαμε κάλλιστα να τις εντάξουμε κι αυτές στην έννοια της αρχαίας γλώσσας όπως την ορίζω.]
Το ότι μια ζωντανή γλώσσα είναι αρχαία σημαίνει παραδόξως ότι είναι πάντα μοντέρνα. Δηλαδή, μια γλώσσα όπως τα σανσκριτικά, τα ιερογλυφικά της Αιγύπτου, ή η Γραμμική Β’, είναι μονοσήμαντα αρχαίες γλώσσες ακριβώς επειδή έχουν εκλείψει – είναι σπαράγματα μιας ιστορίας που φαίνεται μόνο στα ερείπια. Μιλάμε για γλώσσες τεράστιων ενδόξων πολιτισμών, όμως ο κόσμος που οι γλώσσες αυτές εξέφραζαν και οργάνωναν νοηματικά δεν υπάρχει.
Να μου πείτε ο αρχαίος ελληνικός κόσμος υπάρχει; Σαν επιστήμονας θα έλεγα σαφώς όχι. Η κοσμολογική αντίληψη της αρχαίας Ιωνίας ή των Αθηναίων, για να μείνουμε σε κάτι πιο συγκεκριμένο, προφανώς και δεν υπάρχει, όχι μόνο για εμάς τους σύγχρονους Έλληνες, αλλά και για όλους τους Ευρωπαίους που ενστερνίστηκαν την ελληνική αρχαιότητα ως βασική προϋπόθεση της σύστασης των εθνικών τους πολιτισμών.
Όμως, ακόμη και αν αυτός ο κοσμολογικός ορίζοντας του Αναξίμανδρου, του Ηράκλειτου, ή του Σοφοκλή δεν υπάρχει πλέον, κομμάτια του, σημασίες του, νοήματα του, λέξεις του συνεχίζουν όχι μόνο να υπάρχουν αλλά και να δρουν, να κινητοποιούν ιδέες και οράματα, να ενεργοποιούν και να δημιουργούν νέες συνθήκες νοήματος. Οι ίδιες οι λέξεις εκείνου του κόσμου εξακολουθούν να σημαίνουν και να σηματοδοτούν, πολλές φορές νέες μορφές και βασικές αξίες της νεωτερικότητας. Η πόλις, φερ’ ειπείν, ως συγκεκριμένη μορφή κοινωνικοπολιτικής οργάνωσης δεν υπάρχει, όμως οι ιδέες, οι σημασίες που την διέκριναν—η ίδια η δημοκρατία ως ιδέα, παρότι ακόμη μη επαρκώς πραγματοποιημένη—συνεχίζουν να ζουν και να παράγουν νέες δυνατότητες νοήματος.
Επανέρχομαι, λοιπόν, σε αυτό το παράδοξο που έθεσα προ ολίγου: ότι μια ζωντανή γλώσσα είναι αρχαία σημαίνει ότι είναι πάντα μοντέρνα. Εννοώ ότι ανταποκρίνεται στις νέες ιστορικές διαμορφώσεις. Αυτό σημαίνει διαχρονική αξία. Η γλώσσα διαρκεί μέσα στον χρόνο επειδή διαρκώς βρίσκει τρόπους να παρέχει νόημα σε ζώντες ανθρώπους. Κι αυτό γίνεται ακριβώς επειδή συμμορφώνεται με τις ανάγκες τους, τις νέες προοπτικές τους όπως αυτές αναδύονται μέσα από την ιστορία την οποία οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι φτιάχνουν. Δεν υπάρχει, δηλαδή, κάτι εγγενές, φυσικό ή μεταφυσικό, σε μια γλώσσα που να την κάνει διαχρονική. Η κοινωνία που την διατηρεί την κρατάει ζωντανή. Και αυτό το κάνει σε διάφορες συνθήκες, μερικές φορές ένδοξες κι άλλες φορές ταπεινές, συνθήκες πολιτιστικής υποχώρησης.
Στην δική μας την περίπτωση ιστορικά υπάρχει κάτι πολύ συγκεκριμένο: Αναμφισβήτητα, η ελληνική γλώσσα ευνοήθηκε από ένα σημαντικό γεγονός, το οποίο εγώ θα το έλεγα τυχαίο—δηλαδή, θα μπορούσε κάλλιστα να μην έχει συμβεί. Κι αυτό είναι το ότι ο Χριστιανισμός αναπτύχθηκε σε ένα γεωγραφικό χώρο όπου η ελληνική γλώσσα κυριαρχούσε, παρότι η γηγενής γλώσσα του χριστιανισμού ήταν τα αραμαϊκά (γλώσσα που πλέον δεν υπάρχει) και η επίσημη πολιτική και νομική γλώσσα της τότε αυτοκρατορίας ήταν τα λατινικά. Όμως, λόγω της τεράστιας πολιτισμικής επιρροής που είχε η αλεξανδρινή αυτοκρατορία, η οποία βέβαια επέκτεινε μια γλώσσα που ήδη υπήρχε στα παράλια της Μικράς Ασίας αιώνες πριν και στην οποία οφείλουμε και την γένεση της φιλοσοφίας, οι τοπικές άλλες γλώσσες και η μετέπειτα άλλη αυτοκρατορική, δεν κατάφεραν να επικρατήσουν.
Γνωρίζουμε επακριβώς το γιατί. Ο Απόστολος Παύλος, ο οποίος είναι ο πρώτιστος φορέας αυτής της διαμόρφωσης, επέλεξε να μεταφέρει το πρώιμο πνεύμα της νέας θρησκείας όχι στα λατινικά, τα οποία γνώριζε εξίσου καλά, αλλά στα ελληνικά γιατί αυτή ήταν η κοινή γλώσσα της πολύγλωσσης εκείνης επικράτειας στην οποία στόχευσε ως αποστολικό καθήκον. Γι’ αυτό και η γλώσσα της Καινής Διαθήκης επίσημα λεγόταν Κοινή—η lingua franca της εποχής, όμως ο όρος παραπέμπει μεταγενέστερα στα λατινικά, όπως τώρα στον αγγλόφωνο πλανήτη που ζούμε λέμε Global English. Προτιμώ το Κοινή—μια άρτια και σαφέστατη έννοια στα ελληνικά.
Καθότι δε, πολύ σύντομα σε αυτή την ιστορία, τα ελληνικά έγιναν η επίσημη γλώσσα της νέας, χριστιανικής πλέον, Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, του Βυζαντίου δηλαδή, και σε αυτή την γλώσσα αναπτύχθηκαν οι βασικές έννοιες της νέας θεολογίας – δηλαδή, της Ιεράς Συνόδου, των Τριών Πατριαρχών κλπ. – που εννοιολογικά έκτισαν πάνω στην φιλοσοφική παράδοση των Ελλήνων (αν και προς μια άλλη κατεύθυνση), η ελληνική γλώσσα εξελίχθηκε, δημιουργώντας νέες συνθήκες ύπαρξής της σύμφωνα με τις επιταγές μια άλλης κοινωνίας, πολύ διαφορετικής από εκείνες των Αθηναίων ή των Αλεξανδρινών.
Βέβαια, αυτό από μόνο του δεν φτάνει να εξηγήσει την διαχρονικότητα της ελληνικής γλώσσας. Επανέρχομαι στην αρχική μου νύξη, όταν αναφέρθηκα στην γλώσσα ως χαρακτηριστικό του ανθρωπίνου όντος εν γένει: «μία γλώσσα εν μέσω άλλων». Αυτή για μένα είναι καθοριστική συνθήκη, απαραίτητη δε αν θέλουμε να προβληματιστούμε και να οραματιστούμε σοβαρά το μέλλον της ελληνικής γλώσσας συγκεκριμένα.
Θα σας πω δύο βασικά παραδείγματα: Αν οι Ρωμαίοι δεν είχαν μεταφράσει τους τραγωδούς στα λατινικά, αρκετά νωρίς, θα ξέραμε για το αρχαίο θέατρο μόνο κάποιες μαρτυρίες σε αποσπάσματα αρχαίων κειμένων. Που σημαίνει δεν θα το ξέραμε. Δεν θα γνωρίζαμε πραγματικά τι σημαίνει Οιδίποδας, γιατί θα μέναμε μόνο στον μύθο, όχι στο πρωτοποριακό νοηματικό πλαίσιο που έφτιαξε ο Σοφοκλής. Δεν θα γνωρίζαμε το δεύτερο στάσιμο της Αντιγόνης, για το τι σημαίνει «άνθρωπος», για το οποίο ο Γερμανός φιλόσοφος Μάρτιν Χάιντεγγερ είχε κάποτε πει ότι ακόμη κι αν χανόταν όλη η αρχαιοελληνική γραμματεία, θα έφταναν μόνο οι λιγοστοί στίχοι αυτής της ωδής για να συναρμολογούσαμε εκ των υστέρων το σύνολο της ελληνικής φιλοσοφίας.
Και πάμε παρακάτω: Εάν οι Άραβες φιλόσοφοι και θεολόγοι δεν είχαν μεταφράσει και εκτενώς σχολιάσει τον Αριστοτέλη στον 10ο με 12ο αιώνα, το σύνολο της Δυτικής σκέψης από τον Θωμά τον Ακινάτη μέχρι σήμερα δεν θα υπήρχε – θα ήταν κάτι άλλο, αδύνατο καν να φανταστούμε τι, γιατί ο κόσμος τον οποίο η σκέψη αυτή διαμόρφωσε και που μας επιτρέπει να φανταστούμε στα πλαίσια που φανταζόμαστε, να μιλάμε δηλαδή όπως μιλάμε εδώ τώρα, δεν θα υπήρχε. Χωρίς αυτή την μετάφραση της αριστοτελικής λογικής, μέσω της οποίας τα νοηματικά πλαίσια των χριστιανικών κοινωνιών της Δύσης εξελίχθηκαν και τις διαμόρφωσαν ως νεωτερικές κοινωνίες, δεν θα υπήρχε η μετέπειτα στροφή τους στον 18ο αιώνα προς τον ελληνισμό—μιλώ για τον φιλελληνισμό αυτόν καθαυτόν που ήταν βασικό μέρος του νεωτερικού προτάγματος.
Και δεν μιλάω θεωρητικά – μιλάω εντελώς πρακτικά. Σκεφτείτε μόνο ότι η γλώσσα της σύγχρονης επιστήμης—κυρίως της ιατρικής και της βιολογίας—οι θεμελιακοί όροι των οποίων είναι βασισμένοι στην ελληνική γλώσσα δεν θα υπήρχε ως τέτοια, γιατί η δημιουργία αυτών των εννοιών, οι νεολογισμοί που εφευρέθηκαν για να συνταχθούν οι νέες επιστήμες, έγινε μέσα σε αυτό το νεωτερικό πλαίσιο της αναβίωσης του ελληνισμού, του λεγόμενου νεοκλασσικισμού, του φιλελληνισμού.
Συνεπώς, η μετάφραση είναι αναπόσπαστο κομμάτι της επιβίωσης μιας γλώσσας κατά μήκος του μεγάλου χρόνου. Δεν μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει μια γλώσσα διαχρονικά αν τα έργα που παράγει δεν μεταφράζονται σε μια γλώσσα άλλη, ενδεχομένως αναδυόμενη και νυν κυρίαρχη. Και το αντίστροφο επίσης. Δεν μπορεί να διαρκέσει μια γλώσσα μόνη της, εκ των ενόντων, χωρίς να μεταφράζονται στο δικό της ιδίωμα έργα άλλων γλωσσών. Αυτό οι Έλληνες Διαφωτιστές το γνώριζαν άριστα και το έπραξαν με πάθος. Ο Κοραής ήξερε πολύ καλά τι σήμαινε να μπορέσουν να δημιουργηθούν νέες λέξεις στα ελληνικά για να μεταφέρουν τις νέες ιδέες, ή να ενεργοποιηθούν λέξεις από την Αρχαία ή την Κοινή που έχουν τώρα εκλείψει, για να αποδοθούν οι νέες έννοιες. Ο Κουμανούδης συνέταξε ένα απίθανο λεξικό νεολογισμών, ένα λεκτικό θησαυρό, για τον ίδιο λόγο.
Το οποίο με επαναφέρει σε αυτό που σας υποσχέθηκα πριν ότι θα θίξω στο τέλος: εννοώ το θέμα της παράδοσης. Δεν συμφωνώ με τον ορισμό ότι παράδοση είναι αυτό που απλώς παραλαμβάνουμε από το παρελθόν. Το θεωρώ απλοϊκό τρόπο σκέψης. Αν όντως ίσχυε κάτι τέτοιο θα μιλάγαμε για μια μηχανική αναπαραγωγή του ίδιου και απαράλλαχτου. Όμως ξέρουμε ότι η λεγόμενη παραδοσιακή μουσική ή το δημοτικό τραγούδι ή η λαϊκή τέχνη είναι πρακτικές κατ’ ουσίαν ανώνυμες, δίχως κάποιον ονομαστικά συγκεκριμένο δημιουργό και ως εκ τούτου υπάρχουν ακριβώς επειδή παράγονται από ανθρώπους, οι οποίοι μαθαίνουν την τέχνη από κάποιους άλλους που, πράττοντας την, την μεταφέρουν αφήνοντας πάνω της ή μέσα της, εξίσου ανώνυμα, το δικό τους στίγμα.
Σε αυτή την φάση της μάθησης, της μεταφοράς της γνώσης, πάντα υπάρχει κάτι που σηματοδοτεί και αναδύεται μέσα από το συγκεκριμένο πλαίσιο, τον χωροχρόνο της μάθησης/μετάβασης—συνεπώς, πάντα υπάρχει καινοτομία, πειραματισμός, οτιδήποτε στοιχείο ανήκει στο παρόν αυτής της μάθησης/μετάβασης. Όπως κάποτε είχε πει σε ένα τέτοιο μάθημα παραδοσιακής μουσικής ο αγαπητός φίλος Αλκίνοος Ιωαννίδης—ο οποίος σαφέστατα γνωρίζει μια τεράστια γκάμα παραδοσιακής μουσικής και στιχουργικής—παράδοση σημαίνει αυτό που παραδίδεις στο μέλλον. Αυτό είναι που επιτρέπει σε μια διαχρονική τέχνη να συνεχίζει να υπάρχει.
Το ίδιο, λοιπόν, ισχύει και με την γλώσσα. Το μέλλον της ελληνικής γλώσσας είναι στα χέρια όλων ημών σε βαθμό που την παραδίδουμε στα παιδιά μας. Δεν αρκεί το γεγονός ότι είναι μια αρχαία γλώσσα τριών χιλιάδων ετών. Και την παραδίδουμε στα παιδιά εν πλήρη γνώση αυτής της τρισχιλιετούς ιστορίας αλλά ταυτόχρονα εμπλουτίζοντας την, αλλάζοντας την, σύμφωνα με το πνεύμα και τις επιταγές των καιρών, με τον ίδιο τρόπο που οι Έλληνες παρέλαβαν την αλφάβητο από τους Φοίνικες, πράττοντας μια πρωτοφανή στην ιστορία καινοτομία εισάγοντας τα φωνήεντα στην γραφή, ή αν σκεφτούμε πιο λογοτεχνικά, με τον τρόπο που η περίεργη ομηρική γλώσσα έγινε κάποια στιγμή η γλώσσα της Ιωνίας, μετά του Σοφοκλή και του Πλάτωνα, μετά των Αλεξανδρινών, μετά η Κοινή, μετά το γλωσσικό μείγμα με τις ενετικές, αραβικές, και τουρκικές λεκτικές παρεμβάσεις, για να έρθει κατόπιν η γλωσσική αντι-παρέμβαση του Κοραή, η καθαρεύουσα και η δημοτική, έως το περίεργο ιδίωμα του Σολωμού, του Καβάφη, ή του οποιουδήποτε ρεμπέτη. Και με όλες τις τοπικές διαλέκτους συνάμα. Μια ελληνική γλώσσα διαρκώς μεταλλασσόμενη—κι αν όχι ακριβώς εξελισσόμενη (γιατί στην γλώσσα δεν υπάρχει κάποιο εκ των προτέρων χρονοδιάγραμμα, πόσο μάλλον δε γραμμικό ή αθροιστικό μονοπάτι), τότε ελισσόμενη ανάμεσα στις απρόβλεπτες στροφές της ιστορίας.
Και τελειώνω τώρα με ένα παράδειγμα λεκτικού θησαυρού μέσα στην ιστορία που ξεκινάει από μία αγαπημένη μου λέξη. Ο Αναξίμανδρος, ένας από τους ιδρυτές της ελληνικής φιλοσοφίας ο οποίος έζησε στην Μίλητο της Ιωνίας στο 6ο αιώνα π.Χ. και ο οποίος, σύμφωνα με ό,τι γνωρίζουμε υπήρξε ο πρώτος φυσικός στην ιστορία της ανθρωπότητας, εφηύρε την έννοια και την λέξη άπειρον. Κατ΄ αυτόν, το άπειρο είναι το θεμελιακό συστατικό του σύμπαντος από το οποίο γεννώνται όντα—κι εδώ όντα συμπεριλαμβάνουν και τα αστρικά γεγονότα, τους γαλαξίες, τους πλανήτες κλπ.—τα οποία όντα, ακριβώς επειδή αποσπάσσονται από το άπειρο και εξατομικεύονται ως συμβάντα μέσα στον χρόνο, είναι εκ φύσεως τους πεπερασμένα. Έχουν πάντα ένα τέλος. Και όταν το τέλος αυτό αναπόφευκτα επέρχεται τότε διαλύονται και επανέρχονται στο άπειρο, ώστε να αποκατασταθεί η ισορροπία του σύμπαντος, γεγονός που ο Αναξίμανδρος ονομάζει δίκη. Γιατί η γένεση κάθε όντος, η εξατομίκευση, η απόσπαση και πορεία του μέσα στον χρόνο είναι, από την σκοπιά του απείρου, αδικία. Δηλαδή, σύμφωνα με την κοσμολογική αντίληψη του Αναξίμανδρου, η αδικία συνίσταται στην ζωή την ίδια και ο θάνατος επαναφέρει το δίκαιο, επαναφέρει την συμπαντική ισορροπία και δικαιώνει τον χρόνο. (Αναλογιστείτε το μεγαλείο του πως εννοιολογείται η σημασία της δίκης και της δικαιοσύνης στον αρχαιοελληνικό κόσμο, πηγάζοντας από αυτή την κοσμολογική αντίληψη.)
Επανέρχομαι όμως στην λέξη «άπειρο». Σημαίνει, όπως γνωρίζουμε, αυτό που δεν έχει πέρας, δεν έχει όριο, δεν έχει τέλος. Αυτό όμως που δεν έχει τέλος, είναι ατελείωτο μεν, ατελές δε. Δηλαδή, ενώ από το άπειρο αναδύεται το παν, το άπειρο δεν είναι το παν, δεν είναι το τέλειο, το τελεσίδικο. Το άπειρο παραμένει ανοιχτό και ανολοκλήρωτο. Και πάμε τώρα στο πέρας. Από το πέρας βγαίνει η λέξη πείρα, που όπως ξέρουμε σημαίνει η ίδια η πορεία της ζωής, και η λέξη εμπειρία, που κυριολεκτικά σημαίνει υπάρχω, ενέχομαι, μέσα στην πείρα, μέσα στο πέρας. Προφανώς, καθότι είμαι ένα ον που έχει τέλος και το τέλος, όχι η αρχή, είναι αυτό που με καθορίζει, το πέρας είναι αυτό που με ολοκληρώνει και με δικαιώνει—δηλαδή, η πορεία μου μέσα στον χρόνο. (Μηδένα προ του τέλους μακάριζε κλπ.). Στα παράγωγα αυτής της σειράς εννοιών υπάρχει συνάμα και η λέξη πείραμα—δηλαδή, η ίδια η πορεία της ζωής, η ολοκλήρωση, είναι ένα πείραμα μέσα στον χρόνο, όχι κάτι προδικασμένο, εκ των προτέρων δεδομένο, αλλά κάτι που διαμορφώνεται πειραματικά, που δοκιμάζεται και αναθεωρείται διαρκώς, με διαφορετικούς τρόπους και με υλικά που συναντάμε στην ζωή, εμπειρικά.
Σκεφτείτε τώρα πώς οι λέξεις αυτές έχουν περάσει σε ξένες γλώσσες και σηματοδοτούν παρόμοιες έννοιες στον σύγχρονο κόσμο. Φερ’ ειπείν, η έννοια empirical knowledge στα αγγλικά, που σημαίνει γνώση προερχόμενη από αντικειμενικά στοιχεία, τα οποία υπάρχουν όχι θεωρητικά αλλά μέσα στην εμπειρία μας, μέσω της εμπειρίας μας—experience (εκ-της-πείρας). Και ενώ στα αγγλικά υπάρχει και η διαφορετική λέξη experiment που σημαίνει πείραμα, στα γαλλικά οι δύο έννοιες έχουν την ίδια λέξη: l’experience σημαίνει και εμπειρία και πείραμα, αποδίδοντας πλήρως την συνενοχή των ελληνικών εννοιών.
Που θέλω να καταλήξω; Στο ότι η ελληνική γλώσσα υπάρχει διαχρονικά όχι μόνο επειδή την μιλούν οι Έλληνες, οι οποίοι εξάλλου είναι λιγοστοί στον τεράστιο πληθυσμό του πλανήτη, αλλά επειδή υπάρχει μέσα σε πολλές άλλες γλώσσες και αυτό είναι ένα φαινόμενο που έχει διαμορφωθεί ανά τους αιώνες και συνεχίζει να υπάρχει και να λειτουργεί θεμελιακά, από την καθομιλουμένη μέχρι την ορολογία των επιστημών. Αυτό σημαίνει ότι εμείς οι λίγοι αυτοί Έλληνες πρέπει την γλώσσα μας να την φροντίζουμε και να την γνωρίζουμε σε όλες της τις μορφές, χωρίς σαχλαμάρες περί αρχαιολατρείας ή δημοτικισμού. Αλλά επίσης να την μοιραζόμαστε απλόχερα, να χαιρόμαστε πραγματικά όταν την μαθαίνουν οι ξένοι—και όχι μόνον οι μορφωμένοι ξένοι στα θρανία της Οξφόρδης, της Σορβόννης ή του Columbia αλλά και οι φτωχοί μετανάστες και τα μικρά τους τα παιδιά, τα οποία ευτυχούν να φοιτούν και να μαθαίνουν ελληνικά στα σχολεία της γειτονιάς μας, όταν και εφόσον αυτό τους επιτρέπεται.
Σας ευχαριστώ!