Δύσκολα μιλάει κανείς για το πνεύμα μιας χώρας της οποίας θεμελιώδες χαρακτηριστικό είναι η ωμή, ασυλλόγιστη και, εντέλει, απολίτιστη βία. Αν και πρόκειται για άκριτα επαναλαμβανόμενο κλισέ, πολύ σωστά ο κόσμος θεωρεί ότι δεν δικαιολογείται τέτοια πολιτική ανεξέλεγκτης κρατικής εξουσίας χωρίς την συγκατάθεση μιας κοινωνίας χαμηλού πνευματικού επιπέδου. Η στοιχειωδέστερη κοινωνιολογική ανάλυση επικυρώνει την ζοφερή αλήθεια αυτής της συγκατάθεσης πέρα από κάθε αμφιβολία.
Ωστόσο, αν παραμείνουμε σε αυτή την εικόνα θα αναπαράγουμε απλώς τις εδραιωμένες θέσεις ενός αφελούς (και συνεπώς ανώφελου) αντι-αμερικανισμού, όπως έχω ήδη επισημάνει αλλού. Η Αμερική δεν μπορεί ποτέ να αποτελέσει αντικείμενο συνολικής αντίληψης. Οι αντιφάσεις που την συντελούν, όχι μόνο ως κοινωνικές συντεταγμένες αλλά μέσα στο ίδιο της το φαντασιακό, λειτουργούν σε απαράμιλλη κλίμακα και είναι αδύνατο να υποταγούν σε κάποια εκ των πρωτέρων διαμορφωμένη κοινωνική θεωρία. Εννοώ, χωρίς καμία διάθεση λογοπαιγνίου, ότι οποιαδήποτε σπουδή της κοινωνίας της Αμερικής, είτε ιστορικά είτε επί του παρόντος, είναι αναπόφευκτα μερική. Οποιαδήποτε γενική ερμηνεία, η οποία τουλάχιστον δεν μπορεί να σηκώσει το βάρος του ανολοκλήρωτου συμπεράσματος ή του εν γένει αντιφατικού πεδίου γνώσης, αποτυγχάνει.
Δεδομένου, λοιπόν, ενός αναλυτικού πλαισίου που δεν μπορεί να ξεφύγει από το συγκεκριμένο, έχουμε να αντιμετωπίσουμε το εξής αντιφατικό φαινόμενο. Υπάρχει, λοιπόν, μια κοινωνία σε κατάσταση αφάνταστης ημιμόρφωσης, χρεωκοπημένης δημόσιας Μέσης Εκπαίδευσης (κυριολεκτικά και μεταφορικά), και πρωτοφανούς αδιαφορίας προς οτιδήποτε μπορεί να θεωρηθεί αντικείμενο διανόησης. Σε αυτή την κοινωνία, η έννοια του πνεύματος - η ίδια η λέξη (spirit) - βρίσκεται εξ ολοκλήρου υπό την κατοχή θρησκευτικών σημασιών. Aκόμη και όταν η λέξη χρησιμοποιείται χαλαρά και κοινότυπα, το σημασιολογικό πλαίσιο παραπέμπει πάντα σε κάτι υπερβατικό και υπερφυσικό, σπανίως ανθρώπινο, και σίγουρα άσχετο με οτιδήποτε μπορεί να θεωρηθεί νοητικό. Ομολογουμένως, η ιστορία αυτής της σημασίας - με δεδομένη την ελληνική αφετηρία της χρήσης αυτής της λέξης - οφείλεται στην, πράγματι, τεράστια σημασία που έχει για τους Αμερικανούς το ιδίωμα του Αποστόλου Παύλου. Αλλά αυτή είναι μια άλλη και μεγάλη ιστορία.
Σε αυτήν, λοιπόν, την κοινωνία, για την οποία το πνεύμα είναι πάντοτε κάτι ετερόνομο, συναντάμε τις πλέον αυτόνομες συνθήκες πνευματικής κατάρτισης και λειτουργίας, ιδιαίτερα στον χώρο του πνεύματος που είναι ταυτόσημος με αυτόν των γραμμάτων και της διανόησης. Είχε δίκιο ο Έντουαρντ Σαΐντ όταν έλεγε - χωρίς ίχνος ελιτισμού αντίθετα, ρεαλισμού - ότι το αμερικανικό πανεπιστήμιο αποτελούσε τον τελευταίο προμαχώνα της ουτοπίας στη σύγχρονη κοινωνία. Γιατί, όντως, πουθενά δεν συναντά κανείς τέτοια συνάθροιση κορυφαίων στοχαστών και επιστημόνων (αλλά και καλλιτεχνών στους τομείς που αφορούν τις τέχνες) από όλα τα μέρη του κόσμου και όλες τις πολιτισμικές παραδόσεις. Κι αυτό όχι για λόγους πολυπολιτισμικότητας ή παγκοσμιοποίησης, αλλά ούτε και απλώς λόγω κοσμοπολιτισμού, αν και αναμφισβήτητα ο τελευταίος αποτελεί εγγενή συνθήκη εκ των πραγμάτων.
Η συνάθροιση οφείλεται σε αυτήν ακριβώς την αυτονομία, την οποία, διαλεκτικά, επίσης (ανα)παράγει. Το πανεπιστήμιο στην Αμερική είναι όντως άσυλο - ιδεών, πρακτικών, απόψεων, οι οποίες βρίσκονται σε διαρκή διαπραγμάτευση, διασταύρωση ή αντιπαράθεση, χωρίς κανένα έξωθεν όριο πέρα από ό,τι θέτει το εκάστοτε επιστημονικό πλαίσιο (αν κι αυτό ακόμη συχνά τίθεται υπό αμφισβήτηση μέχρις ότου καταρρεύσει). Η αντίρρηση και η διαφωνία, η διερώτηση και η αμφισβήτηση δεδομένων και παγιωμένων αντιλήψεων, η ταυτόχρονη διερεύνηση κατοχυρωμένων και αιρετικών στοιχείων, αλλά και η στοχαστική εργασία που επικεντρώνεται σε ανεξευρεύνητους και αστόχαστους τομείς - δηλαδή, η ουσιαστική θεωρητική εργασία - λαμβάνουν χώρα σε ένα καθεστώς παρρησίας που, ομολογώ, δεν παύει να με εκπλήσσει. Η δημοκρατία δεν λειτουργεί πουθενά στην Αμερική εκτός από το πανεπιστήμιο - εννοώ, ως ατμόσφαιρα γνώσης και περιβάλλον πράξης, γιατί προφανώς, όπως σε κάθε τομέα ανθρώπινης συναλλαγής, το πανεπιστήμιο δεν εξαιρείται της (μικρο)πολιτικής, ιδιαίτερα όσον αφορά προσωπικό το οποίο στερείται μονιμότητας.
Γι' αυτό, όποιος και να είναι ο τομέας σπουδών ή το αντικείμενο διδασκαλίας, κατ' ουσίαν παραδίδεται ένα πολυσύνθετο μάθημα δημοκρατίας. Ούτως ή άλλως, αυτό είναι και το κύριο νόημα της παιδείας. Όμως, εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα πρωτοφανές χάσμα μεταξύ του χώρου της παιδείας και της λοιπής κοινωνίας. Κανείς πανεπιστημιακός, όσο επιφανής - είτε είναι Σαΐντ ή Τσόμσκυ ή τάδε νομπελίστας - δεν έχει πρόσβαση στον πολιτικό τομέα ή στα ΜΜΕ, εκτός για να επικυρώσει στενά και ήδη διαμορφωμένα συμφέροντα, ως απλός υπηρέτης της εξουσίας. Η πολιτική δράση του διανοουμένου στην Αμερική αναγκαστικά επικεντρώνεται στην ανατροπή καθεστώτων έρευνας, διδασκαλίας και στοχασμού γιατί δεν της επιτρέπεται άλλο πεδίο.
Απ' αυτή την άποψη, η αντίφαση πανεπιστημιακής παιδείας και λοιπής κοινωνίας δεν είναι παράδοξη. Η αυτονομία του πνεύματος και η πρωτοφανής ελευθερία σκέψης και πράξης εντός των τειχών του πανεπιστημίου είναι αντιστρόφως ανάλογη με την πλήρη χειραγώγηση και πτώχευση σκέψης και πράξης έξω απ' αυτά. Εδώ βρίσκεται μια κοινωνιολογική σημασία, που, όπως κάθε αντίφαση στην Αμερική, δεν πρέπει να λοιδορείται αλλά να γίνεται αφετηρία στοχασμού και περαιτέρω κατανόησης της προβληματικής αυτής κοινωνίας, ακριβώς γιατί το αμφίβολο μέλλον της είναι συνδεδεμένο με το μέλλον του πλανήτη.
Published
Η Αυγή