Χρονικά παραπτώματα

Published
Διάστιχο

«Χρονικά παραπτώματα» του Στάθη Γουργουρή

Στάθης Γουργουρής

Δημοσιεύτηκε 27 Ιανουαρίου 2024 

 

ΤΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ

Άφησα το αυτοκίνητο κάπου στα σκοτεινά και βγήκα έξω περπατώντας χωρίς λόγο.  
Ίσως γιατί υπέφερα απ’ τη δίψα. Μπήκα σε ένα φτηνό ταβερνείο που ήταν κάπως σαν  
δίπατο λεωφορείο. Μια Ινδιάνα, κοντή σερβιτόρα, μου είπε ότι μόλις είχαν φτιάξει  
σούπα από κίτρινα φασόλια που τα βράζουν με ένα μυρωδικό που φυτρώνει εκεί τριγύρω.  
Μου τη σέρβιρε καυτή με ένα χαμόγελο. Όμως δεν υπήρχε τραπέζι, μόνο ένα πάσο  
από όπου περνούσαν διάφοροι περίεργοι, κάποτε φίλοι. Πέρασε και η Ρώμη με ένα  
κατάμαυρο φόρεμα, θλιμμένη κι ολομόναχη, ώσπου χάθηκε στο βάθος. Ο διπλανός μου  
ήταν μούσκεμα. Είχε βγει να στρίψει ένα τσιγάρο και τότε είδα ότι στη μισή κουζίνα  
η βροχή έπεφτε από παντού. Γύρισε και μου είπε, με αυτό το ύφος του βετεράνου,  
ότι εδώ ξενύχταγαν εκείνες οι περίφημες παρέες, εδώ είχαν γίνει εκείνες οι θρυλικές  
επαναστατικές συνομιλίες, τα σχέδια που κάποια στιγμή ανέβηκαν στο λεωφορείο  
και δεν κατέληξαν ποτέ. Ξεφλούδιζε αργά αργά με ένα μαχαίρι μια ρόδινη κολοκύθα,  
σαν αυτές που οι Ινδιάνοι ή οι Αρβανίτες κρεμούν στον ήλιο κι όταν από μέσα ξεραθούν 
και μείνουν μόνο τα σπόρια τις χρησιμοποιούν σαν όργανα κρουστά για να ανταλλάσσουν  
σινιάλα. Μου φάνηκε παράξενη η ιδέα εφόσον άνθρωποι δεν υπήρχαν πουθενά, μόνο εγώ  
και μια ανάμνηση με μάσκα κουλουριασμένη στο πίσω κάθισμα. Πρέπει να βγω από αυτό 
το όνειρο, να κατεβώ από αυτό το λεωφορείο. Να βγω γυμνός με τα ρούχα παραμάσχαλα, 
να με ξεπλύνει η βροχή.

 

ΣΑΝ ΝΑ ΕΒΛΕΠΑ ΤΑΙΝΙΑ ΑΠ’ ΤΗΝ ΑΝΑΠΟΔΗ

Δεν υπήρξε επόμενη φορά. Ξύπνησε με ένα προαίσθημα ότι είχε βγει σε αδιέξοδο 
και πρέπει να κάνει πίσω ολοταχώς. Ήξερε ότι είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου, 
που ήταν θέμα, γιατί πώς διέκρινε; πώς ήξερε ό,τι ήξερε; Όταν κοιτούσε το ποτάμι 
από το παράθυρο θεωρούσε ότι ήταν πρωί. Ανθρώπους δεν έβλεπε. Φοβόταν να κλείσει 
τα μάτια γιατί πάλι θα έβλεπε το σκοτεινό γραφείο με τις επιταγές. Θα μπορούσαμε να 
μιλήσουμε για χρέη –έτσι κι αλλιώς ο κάθε άνθρωπος χρωστάει– αλλά ούτε χρήματα 
έβλεπε ούτε μέλλον. Ίσως τον τρόμαζε η επανάληψη – το σκοτεινό γραφείο ήταν ένα 
σημείο διάκρισης που του επέτρεπε να δει διαφορετικά το ποτάμι, το υπόλοιπο σπίτι. 
Στο διπλανό δωμάτιο την άκουσε να ξυπνάει. Πόσες μέρες είχαν περάσει; Όταν τη 
βρήκε στον δρόμο είχαν περάσει χρόνια και δεν θυμόταν καν. «Σου έχει μείνει καθόλου 
από εκείνη τη Σοφία;» Άνοιξε το συρτάρι του γραφείου κι έβγαλε την παλιά κασετίνα 
με τα εργαλεία. Αποφάσισαν ότι θα σνιφάρουνε ταυτόχρονα για να φύγουνε μαζί. 
Σε εκείνο το σημείο γύρισε ο διακόπτης κι αφέθηκα στο σκοτάδι. Σαν να έβλεπα ταινία 
απ’ την ανάποδη. «Την επόμενη φορά θα σου δείξω το ροζ πιπέρι». Αναρωτήθηκα 
τι ακριβώς εννοούσε. Έτρεχε αίμα από τη μύτη της καθώς έγειρε. Από το παράθυρο 
είδα τους νοσοκόμους με πλαστικές στολές και προμετωπίδες να τη φορτώνουν 
αστραπιαία στο ασθενοφόρο.   

 

ΤΟΣΟ ΑΡΓΑ

Κι εσύ από αυτόν τον τόπο είσαι, της έλεγα κοιτώντας γύρω μου τα πικρολούλουδα, 
χειρονομώντας. Κι εσύ από δω είσαι, παρότι δεν γεννήθηκες εδώ και ούτε καν που ξέρεις. 
Δεν έχεις πάει ποτέ σε τούτο το χωριό, ούτε καν ξέρεις αν υπάρχει. Γιατί έτσι είμαστε, 
ξένοι παντού, σε τόπους άγνωστους αλλοπαρμένοι, με τόπους άγνωστους ξοπίσω μας χαμένους. 
Και είναι τόση η ξενιτιά παντού τριγύρω, που κανένας δεν σου λέει την αλήθεια. 
Ούτε τον τόπο σου δεν ξέρεις αν υπάρχει, ούτε αν σου λένε ό,τι σου λένε, εκείνοι που, 
υποτίθεται, σε ξέρουν και τα ξέρουν. Γι’ αυτό και μες στη ζέστη ολόγυμνος καταμεσήμερο 
από το κρεβάτι όταν κοιτούσες πώς το ταβάνι ερχόταν κι έκοβε ξάφνου τις γραμμές 
της ξύλινης ντουλάπας, σου ’κοψε και κατάλαβες πως σου είχαν κρύψει το κακό και έκαιγε, 
και τώρα μόλις ήξερες πως είχε πεθάνει η μάνα σου και δεν σ’ το λέγαν, αφού είσαι τόσα χρόνια 
μακριά στην ξενιτιά, και έκαιγε και δεν σ’ το λέγαν. Κι εκεί πετάχτηκες με φούρια κι είπες, 
τώρα θα ψάξω να δω στα λεξικά, θα ανατρέξω στα πεθαμένα απομεσήμερα, θα ανοίξω τα 
κατάστιχα με τις μαύρες ειδήσεις, εκεί στα αναμετρήματα ποιος ζει και ποιος πεθαίνει, 
ποιος έχει ζήσει πού και πότε έφυγε, το ξέρω θα σε βρω κι ας μη μου λένε, θα βρω το όνομα, 
θα το έχουν γράψει κι ας μου έχουν κρύψει τη σελίδα, κι ας μου είναι άγνωστο το πού και πώς,
τόσο μακριά, τόσο μακριά, τόσο αργά, τόσο αργά μου πήρε να θυμηθώ ότι πέθανες στα χέρια 
μου σαράντα χρόνια τώρα. 

[ Από την ενότητα Χρονικά παραπτώματα ]

https://diastixo.gr/logotexnikakeimena/poihsh/21820-hronika-paraptomata