Εορτασμός της Παγκόσμιας Ημέρας Ποίησης 2004
«Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΩΣ ΠΟΛΙΤΗΣ του ιστορικού παρόντος»
Διοργάνωση: Εθνικό Κέντρο Βιβλίου & Εταιρεία Συγγραφέων
Βυζαντινό & Χριστιανικό Μουσείο
Δευτέρα 22 Μαρτίου 2004
Εισήγηση του καθηγητή συγκριτικής λογοτεχνίας-ποιητή Στάθη Γουργουρή.
I.
Η μοναχικότητα της ποιητικής πράξης είναι καθαρό φαινόμενο της νεωτερικότητας. Στις αρχαϊκές κοινωνίες η τελετουργία της ποίησης, πολλές φορές σε συνάρτηση με τη μουσική, τον χορό, το θέατρο ή γενικά τις μιμητικές τέχνες, εξέφραζε συλλογικές πρακτικές. Η νεωτερικότητα, ως κοινωνικο-ιστορικό μόρφωμα, παραδόξως στηρίζεται σε μια άρση των αυστηρά συλλογικών διαστάσεων της τέχνης. Είναι παράδοξο γιατί με τη νεωτερικότητα δημιουργείται μια πιό ανοιχτή κοινωνία, διευρύνεται ο ορίζοντας του αυτοπροσδιορισμού, όμως ταυτοχρόνως, ο φαντασιακός ιστός της συλλογικότητας (σε πολιτικό αλλά και τελετουργικό επίπεδο) επίσης διευρύνεται, έτσι ώστε χαλαρώνει, περιπλέκεται, ενίοτε δε αποσυνδέεται. Δημιουργούνται σχισμές, διάκενα, όπου ο άνθρωπος, ακόμη και ο πιο πολιτικοποιημένος άνθρωπος, συχνά βρίσκεται μόνος. Καλώς ή κακώς, ο σύγχρονος ποιητής δημιουργεί εντός – και δια μέσου – αυτής της μοναχικότητας.
Όμως, η μοναχικότητα – ίσως θα λέγαμε και ενικότητα – του ποιητή είναι ακριβώς αυτή που τον ωθεί στην αντιμετώπιση του ιστορικού παρόντος. Όπως κάθε τέχνη, η ποίηση είναι μια προσπάθεια ανάπλασης του πραγματικού μέσω μιας φαντασιακής προβολής, μιας προσωπικής μυθολογίας. Ακόμα και ο πιο αυστηρός λυρισμός – οι στίχοι στα όρια του ακατανόητου (όπως π.χ. του Μαλλαρμέ ή του Τσέλαν) – δεν γλυτώνει από αυτή την ανάγκη για την ανάπλαση του πραγματικού. Επειδή όμως αυτή η τελετουργική ανάπλαση γίνεται στην ουσία σε πρώτο ενικό – ασχέτως των πολλαπλών και αναγκαίων μυθογραφικών τεχνασμάτων – το σημείο συνάντησης με την πραγματικότητα είναι το ιστορικό παρόν. Δηλαδή, τι; Η ιστορία όχι ως αποταμίευση και αφήγηση συμβάντων αλλά ως αέναη και εγγενής στον κόσμο βιωματική δημιουργία.
Με αυτή την έννοια δεν γίνεται να υπάρχει κοινωνία χωρίς ποίηση γιατί δεν υπάρχει κοινωνία η οποία αποποιείται την ιστορία, τη δημιουργία ιστορίας. Απλούστατα, στις λεγόμενες σύγχρονες κοινωνίες στις οποίες ζούμε, όπου η αναπαραγωγή κοινωνικών σημασιών είναι πλέον υπόθεση της τεχνολογίας της εικόνας, η ποιητική πράξη φαίνεται όλως διόλου εξωκοσμική. Ετσι πολλές φορές, ακόμη και ως ποιητές, παρασυρόμαστε σε τούτη την έξωση, τον εξωτισμό, της ποίησης και ξεχνάμε ότι κι αυτή είναι μέρος ενός ευρύτερου ποιείν, το οποίο διεξάγεται σε ενεστώτα χρόνο από το σύνολο της κοινωνίας, συνήθως άρρητα, ανεπαίσθητα, ενδεχομένως ασυνείδητα.
Το μεγάλο στοίχημα του κάθε ποιητή που υπηρετεί την ποίηση και όχι τη προσωπική του καθιέρωση ως ποιητή και προβολή του ως εικόνα είναι να διεισδύσει όσο βαθύτερα μπορεί σε αυτές τις μοναχικές στιγμές από όπου αναδύονται οι στίχοι για να βρεί το σημείο διατομής με το ιστορικό παρόν – το σημείο, δηλαδή, όπου παρόλη την απόκοσμη μοναχικότητά του βρίσκεται καταμεσίς στο πέλαγος του κόσμου.
II.
Οπως κάποτε έγραψε με τη γνωστή του τόλμη ο Αντόρνο, η λυρική ποίηση, ακόμη και στη πιο έντονα προσωπική έκφραση της, αποτυπώνει τις πιο βαθειές ανθρώπιινες διαστάσεις της κοινωνίας. Έθεσε έτσι ως σημείο επαφής του ενικού προσώπου , του ιδιώματος, και της (με μια απεριόριστη έννοια) πληθυντικότητας των ανθρωπίνων σχέσεων, την ποιητική γλώσσα και δη τη λυρική γλώσσα.
Συνήθως, όταν μιλάμε για λυρισμό, φανταζόμαστε μια αφοσοίωση στο ποιητικό εγώ, ενδεχομένως (στις πιο ακραίες περιπτώσεις) ένα εγώ αυτοεγκλειζόμενο στις εμμονές του, τις μανίες του, τα πάθη του. Ο αυτο-εγκλεισμός του εγώ, κατ αυτό τον τρόπο, εξαναγκάζει την έκφραση προς μια γλωσσική κατεύθυνση όπου οι διαστάσεις και τα στοιχεία δημιουργίας νοήματος λειτουργούν κι αυτά μέσα σε αυτο-αναφορικές, αυτο-εγκλειζόμενες καταστάσεις. Έτσι, ο λυρικός ποιητής – πάντα με την παραδοσιακή έννοια – είναι ο ποιητής του εαυτού του, μιλάει για τον εαυτό του με τον εαυτό του. Γι αυτό και κατά παράδοση η λυρική ποίηση και η πολιτική ποίηση έχουν θεωρηθεί εκατέρωθεν ως αντίθετα και ασυμφιλίωτα στοιχεία.
Η ιστορία, βέβαια, μας διδάσκει αλλιώς. Ο Μαγιακόφσκι, φερ ειπείν, υπήρξε μέγας λυρικός, αδιαμφισβήτητα τολμηρότερος στον λυρισμό του από τον Γιεσένιν. Ο Μπρεχτ ονομάστηκε από τον Αντόρνο – τους οποίους κάθε άλλο παρά φιλία συνέδεε – ως ο κορυφαίος λυρικός ποιητής της Γερμανίας στον εικοστό αιώνα. Ο Νερούδα υπήρξε υποδειγματικά λυρικός, το ίδιο και ο Ελυάρ και πάει λέγοντας. Το ενδιαφέρον είναι, βέβαια, να το δούμε και αντίστοιχα. Σ αυτό σκόπευε και ο Βάλτερ Μπένγιαμιν όταν ονόμασε τον Μπωντλαίρ “τον λυρικό ποιητή της εποχής του ύψιστου καπιταλισμού”. Δεν χρειάζεται και πολλή σκέψη για να καταλάβουμε πόσο βαρειά υπήρξε η πολιτική σημασία των Ρομαντικών ποιητών σε όλη την ευρωπαϊκή επικράτεια κατά τον 19ο αιώνα – των Βρεττανών και των Γερμανών κατά κύριο λόγο, γιατί εκεί η πολιτική παρέμβαση ήταν πλήρως συνειδητή, αλλά και των άλλων με πιο έμμεσο τρόπο.
Αλλά πάλι, με αυτού του είδους το σκεπτικό, παραμένουμε μέσα στα όρια μιας παραδοσιακής αντίληψης του θέματος. Επανέρχομαι στον Αντόρνο γιατί η τοποθέτηση του είναι πράγματι καινοτόμος και εκρηκτικό σημείο εκκίνησης για την ανατροπή αυτής της ψευδούς αντιδιαστολής μεταξύ του πολιτικού και του λυρικού στη ποίηση. Η θεμελιώδης αρχή του Αντόρνο είναι “οτι η λυρική ποίηση δείχνει το βαθύτερο σημείο ρίζωσης της στη κοινωνία όταν δεν παρέχει ουδεμία δυνατότητα επικοινωνίας” – δηλαδή, όταν το νόημα δεν είναι άμεσα προσβάσιμο με τους καθημερινούς γλωσσικούς κώδικες. Αδυναμία επικοινωνίας για τον Αντόρνο δεν σημαίνει στέρηση ή απουσία νοήματος. Κάθε άλλο. Η πίστη στην άνευ όρων δυνατότητα επικοινωνίας στη καθημερινή χρήση της γλώσσας κρύβει αποτελεσματικά την τεράστια αφομοιωτική και ισοπεδωτική δύναμη της ιδεολογίας. Αντιθέτως, επιμένει ο Αντόρνο, σε αυτό το δυσνόητο κείμενο του λυρικού ποιήματος βρίσκει κανείς τις διαστάσεις μιας ανατρεπτικής, αντικομφορμιστικής υποκειμενικότητας, η οποία στηρίζεται στις ίδιες της τις γλωσσικές δυνάμεις, πλάθοντας και αναπλάθοντας όχι μόνο την καθομιλουμένη γλώσσα αλλά το σύνολο της γλωσσικής παράδοσης μιας κοινωνίας.
Οι πολιτικές διαστάσεις του λυρισμού, υπό αυτή την έννοια και μέσα από το θεωρητικό πνεύμα του Αντόρνο, συνίστανται στο εξής: Πρώτον, στο οτι δημιουργείται ένας λόγος-μαρτυρία της αποξένωσης του υποκειμένου από την κοινωνία (μιλάμε πάντα μέσα στα πλαίσια του σύγχρονου κόσμου). Η αποξένωση αποτυπώνεται, κατ’ αρνητική αντιπαράθεση θα λέγαμε, μέσω της κατασκευής ενός αυστηρά προσωπικού, ενδεχομένως δυσνόητου, εσωτερικού κόσμου, ο οποίος έτσι παρουσιάζει μια νοηματική και εννοιολογική εστία αντίστασης στις πηγές της κοινωνικής αποξένωσης. Δεύτερον, στο ότι αυτό το αυστηρά προσωπικό, υποκειμενικό σύμπαν ανασκευάζει τους όρους του κοινωνικού νοήματος και παρέχει έτσι την δυνατότητα μιας εναλλακτικής κοινωνικής φαντασίας. Δημιουργεί, με άλλα λόγια, μέσα από το αυστηρά ιστορικό παρόν – δεν υπάρχει πιό αυστηρή εννοιολόγηση του παρόντος χρόνου από την εξωτερίκευση της υποκειμενικότητας σε πράξη – μια κίνηση προς ένα φαντασιακά διαμορφώμενο αλλά μόνο ιστορικά πραγματοποιούμενο μέλλον.
ΙΙΙ.
Επανέρχομαι εκεί που σταμάτησα στο προηγούμενο: Την δημιουργία, βάσει του ιστορικού παρόντος, ενός φαντασιακού μέλλοντος – ενός στοιχήματος, θα λέγαμε για να παίξουμε και να το διευρύνουμε το πλαίσιο, ενός στοιχήματος με τον παρόντα χρόνο το οποίο θέτουμε, ως ιστορικά όντα, για την δημιουργία μιας άλλης ιστορίας, η οποία, πολιτικά σκεπτόμενοι, θα πρέπει να είναι άλλη με ουσιαστική έννοια, δηλ. με άλλους όρους εννοιολόγησης, μια ιστορία που κατά τα άλλα μας είναι ακόμα αόρατη, εκτός των τωρινών μας δεδομένων.
Με αυτή την έννοια, ποίηση σημαίνει κάτι περισσότερο από την ευφάνταστη στιχοπλασία. Συναντάται με την σημασία του ευρύτερου κοινωνικού ποιείν, της δυνατότητας του ανθρώπου να διευθύνει την τύχη του μέσα στον κόσμο, καλώς ή κακώς: να αναδημιουργεί τους όρους και τις συνθήκες παραγωγής νοήματος, όρους και συνθήκες της ίδιας της διαβίωσης μας στον κόσμο. Εδώ επιμένω οτι αυτή η δυνατότητα της αναδημιουργίας, του απεριόριστου κοινωνικού ποιείν, σηματοδοτεί την κατασκευή εναλλακτικών συλλογικών προσβάσεων, εναλλακτικών κοινοτήτων. Κι αν η ποίηση στις σύγχρονες κοινωνίες ολοένα αποξενώνεται από την συλλογικότητα – με μια πλατειά έννοια, το λέω – η ποιητικότητα των ανθρώπων είναι αδιανόητη χωρίς κοινωνική διάσταση.
Από αυτή την άποψη, ως ποιητές πρέπει να μας ενδιαφέρει εξίσου η ποιητική έκφραση εκτός των αυστηρών ορίων της ποίησης αυτής καθαυτής. Να μας ενδιαφέρει η ανώνυμα, για να μη πω συλλογικά, δημιουργημένη ποίηση – η ποιητικότητα η οποία συνδέεται με την γενικότερη κοινωνική έκφραση. Το λέω αυτό ως δεδηλωμένος υπέρμαχος της λεγόμενης “δύσκολης” ποίησης και όλης της παράδοσης που την χαρακτηρίζει. Δηλαδή, αν ακόμη θεωρώ ότι π.χ. ο Μαλλαρμέ είναι μεγάλος ποιητής και πρέπει να διαβάζεται προσεκτικά, έστω κι αν είναι στην ουσία ακατανόητος, (όπως, με τον ίδιο τρόπο, πρέπει να διαβάζονται ο Χαίλντερλιν ή ο Σολωμός, δηλ. όχι ως εθνικοί ποιητές, αλλά ως μεγάλοι ποιητικοί στοχαστές και υψηλοί τεχνίτες – πρωτοπόροι τεχνίτες – του λόγου, ενός δύσκολου, δυσνόητου λόγου), με τον ίδιο τρόπο θεωρώ ότι πρέπει να ακούγονται οι μεγάλοι στιχουργοί της λαϊκής μουσικής, της ροκ μουσικής, οι τραγουδοποιοί ή οι χιπ-χοπάδες της εποχής μας. Αν και ξέρω ότι μπορεί για μερικούς να προσβάλλω τον κανόνα, δεν θα θεωρούσα την “Αμοργό” του Γκάτσου κάτι άλλο, υψηλότερα ποιητικό, από την πληθώρα κύκλων τραγουδιών που έγραψε για τον Χατζιδάκι – και είμαι σίγουρος, βάσει της αμείλικτης αισθητικής του, οτι και ο Χατζιδάκις θα συμφωνούσε.
Η στιχουργική η οποία συνδέεται με την μουσική στην εποχή μας – όταν πράγματι λειτουργεί ποιητικά, δηλαδή εκτός της λογικής του εμπορεύματος – μας μεταδίδει κάποια ίχνη από εκείνη την αρχαϊκή λειτουργία της ποίησης, όταν η ποιητικότητα του λόγου εκφραζόταν σε συνάρτηση με κάποια δραματικότητα ή γενικότερα, επιτελεστικότητα του ίδιου του κοινωνικο-ιστορικού ποιείν. Γνωρίζουμε πολύ καλά, βέβαια, πως όσο μαζικότερη είναι η έκφραση της τέχνης σε ένα καπιταλιστικό κόσμο τόσο είναι αδύνατο να ξεφύγει από τους όρους της αγοράς, η οποία λατρεύει, είναι αλήθεια, την τέχνη – ακόμα και την πιο υψηλή – φτάνει να της προσδίδεται η δυνατότητα εμπορευματοποίησής της. Οπότε, ακόμη και η σχετικά πρόσφατη παράδοση της λεγόμενης χιπ-χοπ μουσικής, η οποία, όπως και παντού πλέον στο κόσμο (ακριβώς λόγω της παγκοσμιοποίησης του πολιτισμού) έχει γίνει γηγενής και στην Ελλάδα, διακυβεύεται πλέον μέσα από αυτή την αντίθεση μεταξύ ποίησης ως τέχνης και ποίησης ως εμπορεύματος. Οπως, όμως, παρόλη την εμπορευματοποίηση της, η συγκεκριμένη στιχουργική συνεχίζει να εκφράζει και να αντλείται από τον ρατσιστικά καταπιεσμένο κόσμο των γκέττο της Αμερικής – οι πρόγονοι των ράπερς, μη ξεχνάμε, ήταν οι περίφημοι Last Poets, ένα τρίο ποιητών από το Χάρλεμ της Νέας Υόρκης το 1968, οι οποίοι πρωτοέφτιαξαν αυτού του είδους τον στίχο μέσα, μάλιστα, στο γνωστό πολιτικό κλίμα έκφρασης της εποχής – έτσι και οι απανταχού γηγεγείς εκδοχές του είδους περιλαμβάνουν πραγματικά αυθεντικές ποιητικές εκφράσεις του ιστορικού παρόντος. Μια τέτοια περίπτωση είναι και οι δικοί μας Active Member.
IV.
Θα ήθελα να κλείσω λέγοντας δυο λόγια για το πρόβλημα της γλώσσας σήμερα. Παντού ακούμε γκρίνιες για το γεγονός οτι η ελληνική γλώσσα βιάζεται από τον ιμπεριαλιστικό επεκτατισμό της αγγλικής, κλπ. κλπ. Όλο αυτό το πλάισιο εντάσσεται στο σχήμα μείζονος και ελάσσονος γλώσσας, το οποίο πολλές φορές μεταφέρεται στην αντιστοιχία μείζων-ελάσσων λογοτεχνία. Θεωρώ την όλη ένσταση ανεδαφική και, μάλιστα θα έλεγα, μάλλον ανιστόρητη.
Επιτρέψτε μου να μιλήσω κυρίως όχι ως λογοτέχνης ή συγγραφέας, αλλά ως αναγνώστης. Εννοείται, όλοι μας το ξέρουμε πολυ καλά, γραφή δεν υφίσταται χωρίς ανάγνωση και μάλιστα, θά έλεγα, εξαπλουστεύοντας ίσως κάποια εκτεταμένη ερμηνευτική βιβλιογραφία, η γραφή η ίδια είναι ταυτοχρόνως ανάγνωση: αναγνώριση, αναπαράσταση, αναστοχασμός, αναγωγή σε γνώση του εαυτού μας και του κόσμου. Στη λίστα αυτή θα προσέθετα σίγουρα και τη λέξη μετάφραση. Σημειώνω απλώς οτι κάθε γραφή ως ανάγνωση του κόσμου είναι αναπόφευκτα μια μετάφραση του κόσμου – δηλαδή, μια ανεύρεση κάποιας γλώσσας – κι εδω δεν μιλώ καθόλου για την γλώσσα ως εθνικο-πολιτισμικό ιδίωμα αλλά καθαρά ως μορφολογική δόμηση – μέσα από την οποία μπορεί ο άνθρωπος να βοηθήσει τον κόσμο να μιλήσει.
Από την σκοπιά, λοιπόν, του αναγνώστη η λογοτεχνία δεν έχει εθνική γλώσσα. Με την ευρύτερη έννοια, η γλώσσα της λογοτεχνίας είναι η γλώσσα της ανάγνωσης της. Αυτη ενδέχεται να είναι και η γλώσσα της γραφής της, αλλά συνήθως δεν είναι. Τουλάχιστον για εμάς που προσδιοριζόμαστε, κατά το σύνηθες, ως φορείς “ελάσσονος γλώσσας” ακόμα και όταν είμαστε γνώστες (κατ’ ανάγκην) των δύο τριών μείζονων γλωσσών και μπορούμε έτσι να διαβάζουμε λογοτεχνία σε κάποια άλλη γλώσσα εκτός της μητρικής μας, ο κύριος όγκος της λογοτεχνίας (της γραμματείας γενικώς) που διαβάζουμε είναι σε μετάφραση. Κι εδω τί σημαίνει μετάφραση; Σημαίνει, παράβαση των εθνικών ορίων.
Για να μη παρεξηγηθώ: δεν αμελώ την σημασία της οποιασδήποτε γλωσσικής παράδοσης. Ούτε βέβαια αμφισβητώ το γεγονός οτι ακόμα και η πιο πρωτότυπη και πρωτοποριακή λογοτεχνία λειτουργεί πάντα σε σχέση με κάποιο γραμματολογικό πλαίσιο το οποίο σέρνει μια μικρή ή μια μεγάλη ιστορία. Απλως επισημαίνω ότι η ποίηση – η λογοτεχνία εν γένει – υπερέχει της γλωσσικής παράδοσης που την καθορίζει, το οποίο σίγουρα δεν ισχύει για άλλες χρήσεις ή τέχνες του λόγου όπου η γλώσσα σηματοδοτεί και απαιτεί κάποια άμεση εφαρμογή, άσχετα αν ακόμη και αυτές οι χρήσεις του λόγου (σκέφτομαι την πολιτική, την τεχνολογία, την καθημερινή μεταπρατική συμπεριφορά, κλπ.) μας παραπέμπουν εντέλει σε τελείως αφηρημένες σημασίες. Η λογοτεχνία υπερέχει της γλωσσικής παράδοσης που την καθορίζει γιατί χρησιμοποιεί την γλώσσα ώστε να αποτυπώσει σε ιστορικό χρόνο τον κατά τα άλλα αχαλίνευτο, απροσδιόριστο και αστείρευτο παραστασιακό ρου της ανθρώπινης φαντασίας.
Βέβαια δεν υπάρχει αμφιβολία οτι αυτή η υπέρβαση των ορίων είναι ταυτοχρόνως και παράβαση – ο σημασιολογικός πυρήνας της παγκοσμιοποίησης του πολιτισμού (με την κακή έννοια της παγκοσμιοποίησης). Σίγουρα η ηγεμονία της αγγλικής γλώσσας είναι αποτέλεσμα της κυριαρχίας μιας εμπορευματικής λογικής που άρχεται απο την πρωτοφανή στις τελευταίες δεκαετίες εξάπλωση του αμερικανικού χρηματιστιριακού αλλά και πολιτισμικού κεφαλαίου. Μη ξεχνάμε επίσης οτι η αγγλική γλώσσα ήταν ήδη η κατ εξοχήν γλώσσα των τραπεζικών συναλλαγών από την περίοδο της βρεττανικής αυτοκρατορίας. Ομως, είτε έτσι είτε αλλιώς, είναι λάθος να υποστηρίζουμε, 1) οτι η αγγλική γλώσσα είναι παγιωμένη ως τέτοια (δηλαδή, στεγανά κυρίαρχη) ώστε χρίζει καταστροφής και 2) οτι κάθε γλώσσα πρέπει να προστατευθεί απο την εισβολή ξένων κυρίαρχων στοιχείων. Το μάθημα της ιστορίας εδω είναι αμείλικτο. Δεν υπάρχει γλώσσα ζωντανή η οποία δεν επιδέχεται την εισβολή κάποιας άλλης γλωσσας. Η στεγανοποίηση της γλώσσας την σκοτώνει – αλλά στην ιστορία δεν υπάρχει στεγανοποίηση πουθενά, οπότε πρόκειται περί επινοημένου προβλήματος.
Οσον αφορά το πρώτο, το οτι η αγγλική γλώσσα δεν είναι παγιωμένη, σκεφτείτε την τεράστια σημασία (πολιτική και πολιτισμική) της λεγόμενης μετα-αποικιακής αγγλόφωνης λογοτεχνίας – Naipaul, Rushdie, Walcott. (Κι εδω θα προσέθετα την λογοτεχνία των μαύρων της Αμερικής – τι εστι, δηλαδή, η γλώσσα της Τόνι Μόρρισον; Σίγουρα όχι τα αγγλικά της Βασίλισσας ή τα αγγλικά της Wall Street). Οι συγγραφείς αυτοί σίγουρα δεν σκοπεύουν να καταστρέψουν την αγγλική γλώσσα. Σκοπεύουν να την εκτρέψουν προς άλλες ροές της ιστορίας, ροές μέχρι πρόσφατα ακαταλόγιστες. Το ίδιο όμως ισχύει και για τα γαλλικά. Το κατ εξοχήν πόνημα πάνω σε αυτο τον προβληματισμό είναι το μυθιστόρημα του Τυνήσιου συγγραφέα Abdelkebir Khatibi Amour Bilingue, γραμμένο βέβαια στα γαλλικά. Οπως και γενικά τα μυθιστορήματα και τα δοκίμια του Λιβανέζου Ηλία Χούρι και πολλών άλλων αράβων λογοτεχνών που προέρχονται απο κοινωνίες της άλλοτε γαλλικής αποικιοκρατικής κυριαρχίας, για να μη μιλήσω βέβαια για την τεράστια επιρροή του όρου négritude του αφρικανού ποιητή Aimé Césaire.
Οσον αφορά το δεύτερο σας υπενθυμίζω οτι ο πλούτος της ελληνικής γλώσσας συνίσταται στην πολυ-επίπεδη υφή της, η οποία είναι αποτέλεσμα της οικειοποίησης διαφόρων ξένων γλωσσικών στοιχείων μέσα σε μια μεγάλη ιστορική διάρκεια. Ουτε καν σκεφτόμαστε πλέον οτι οι λέξεις ασανσέρ, πόρτα, μπακάλης, υπήρξαν κάποτε εισαγόμενες απο κάποιες άλλες περιστασιακά ηγεμονικές γλώσσες. Κι ενώ ως ποιητές και λογοτέχνες γνωρίζουμε την απόλαυση της πολυτέλειας του να επιλέγουμε μεταξύ αυτών και των αμιγώς ελληνικών λέξεων ανελκυστήρ, θύρα, παντοπώλης, σκεφτείτε να είμασταν υποχρεωμένοι, κάτω από κάποιο εθνικιστικό καθεστώς ακαδημαϊκής καθαρότητας, να αποδώσουμε αναλόγως τις φράσεις “έφαγε πόρτα” “έγινα ασανσέρ” “σκέφτομαι μπακάλικα”. Νομίζω οτι ενώ σίγουρα πρέπει να αντιστεκόμαστε στο γεγονός οτι ο Παπαρρηγόπουλος πρέπει να μεταφραστεί στην δημοτική για να διαβαστεί απο την σήμερον νεολαία ή οτι ο Κοραής ή η Πάπισσα Ιωάννα είναι πλέον γλωσσικώς ακατανόητα έργα, από την άλλη πλευρά δεν οφελεί να γκρινιάζουμε για τον, υποτίθεται, εξαγγλισμό της ελληνικής γλώσσας. Εντέλει, οφείλουμε, εις πείσμα εναντίον της αντίστιξης του μείζονος-ελάσσονος, ιθαγενούς και ξενόγλωσσου, να καλλιεργήσουμε μια εγγενή και ιστορικά ευέλικτη πολυγλωσσία.