"Σαν εμένα καμωμένοι"

Published
Διάστιχο

Δημήτρης Παπανικολάου: «Σαν κ' εμένα καμωμένοι»

Στάθης Γουργουρής Δημοσιεύτηκε 14 Ιανουαρίου 2015

Ξεκινώ επισημαίνοντας κάτι που λίγοι θα λάμβαναν υπ' όψιν: το πόσο δύσκολο είναι πράγματι να καταφέρει κανείς μια queer ανάγνωση του Καβάφη, μια ανορθόδοξη ανάγνωση που δεν μπλέκεται και δεν χαλιέται με τις ατελέσφορες συζητήσεις που βαραίνουν την «καβαφική κριτική» εδώ και 100 χρόνια. Τι σημαίνει queer ανάγνωση; Στο βιβλίο του, ο Δημήτρης Παπανικολάου μάς δίνει ένα τρίπτυχο ορισμού της έννοιας queer –«σεξουαλικά αντικανονικός, πολιτικά ριζοσπαστικός, κοινωνικά εκκεντρικός»–, το οποίο δένει με έναν ορισμό της Τζούντιθ Μπάτλερ που βλέπει στη λέξη queer «έναν όρο που δεν θα πρέπει να ανήκει απολύτως σε κανέναν» (σελ.88).

Θα επανέλθω στη σημασία αυτής της διατύπωσης στο τέλος. Στο μεταξύ, ξεκαθαρίζω ότι «queer ανάγνωση» δεν σημαίνει ανάλυση σε βάση ήδη συγκροτημένων gay ταυτοτήτων, αλλά διερεύνηση (ανά-κριση) πεδίων που συγκροτούνται και συγκρούονται γύρω από το πρόβλημα της σεξουαλικής (και όχι μόνον, αλλά κατά βάση) διαφοράς. Αυτή η ανάκριση είναι πρωτίστως θέμα ποιητικής δημιουργίας μορφών εαυτού και άλλου. Η δυσκολία μιας πραγματικά queer ανάγνωσης του Καβάφη έγκειται, συν τοις άλλοις, στο ότι θα πρέπει να μπορεί να ανατρέψει το σύνολο των δεδομένων μιας αυστηρά συντεχνιακής παράδοσης καβαφιστών, όχι μόνο όσον αφορά, προφανώς, το γεγονός ότι ο Καβάφης υπήρξε ένας ομοφυλόφιλος ποιητής, αλλά σειρά άλλων τέτοιων οροσήμων: ο Καβάφης ως πεζός ποιητής, ο Καβάφης ως ποιητής της διασποράς εν γένει, ο Καβάφης ως παρακμιακή φυσιογνωμία, ο Καβάφης ως διττή ποιητική προσωπικότητα (ιστορικός και ερωτικός), ο Καβάφης ο Μέγας (αλλά εξίσου και ο Καβάφης ως ελάσσων, ως ποιητική απάτη, όπως κυκλοφόρησε πρόσφατα στο πλαίσιο της ίδιας συντεχνίας εν είδει δήθεν αντίρρησης), κ.λπ.

Το βιβλίο του Δημήτρη Παπανικολάου είναι, λοιπόν, πράγματι μια σπάνια περίπτωση τέτοιας ανάγνωσης, με πλήρη αίσθηση της δυσκολίας που ενέχεται σε αυτή τη δοκιμή.

Πρώτον, το διακρίνει μια εντυπωσιακή βιβλιογραφική εμβρίθεια, τόσο στην ελληνική φιλολογική και ιστοριογραφική γραμματεία, όσο και στη διεθνή θεωρητική γραμματεία. Πρόκειται για μια αληθινή πράξη συγκριτικής φιλολογίας στην πλουσιότερη εκδοχή της. Και αν μη τι άλλο, από αυτή την άποψη, το βιβλίο παραθέτει έναν εγκυκλοπαιδικό οδηγό σε οτιδήποτε έχει ειπωθεί για την περίπτωση Καβάφη.

Δεύτερον, επιδεικνύει μια ευφάνταστη γραφή και καθόλου εξεζητημένη, με μια γλώσσα καθομιλουμένη μεν αλλά ταυτόχρονα βαθιά θεωρητική, μια γλώσσα με άμεσο πάθος και ταυτόχρονα έντεχνη μεθόδευση της επιχειρηματολογίας.

Τρίτον, πρόκειται σίγουρα για ένα βιβλίο ζωής, χωρίς τη ρητορική υπερβολή του όρου, με την έννοια ότι η ζωή εδώ εκλαμβάνεται ως ένας αγώνας ποιητικός – δύο αρχαιοελληνικής προελεύσεως σημασίες που θα άρεσαν στον Καβάφη. Και είναι ένας αγώνας ποιητικός, η σύλληψη του οποίου γίνεται μέσω αυτού που ο Δ. Παπανικολάου επανειλημμένως ονομάζει ποιητική/ηθική του ευάλωτου εαυτού.

Θέτει, λοιπόν, ο Δ. Παπανικολάου έναν προβληματισμό γύρω από το πώς το έργο του Καβάφη γίνεται πλαίσιο ανάγνωσης της ποιητικής της σεξουαλικότητας και όχι με μία θεωρητική, αφηρημένη έννοια, αλλά ως διαρκής αναστοχασμός του προσωπικού. Ξεκινώντας κυρίως από τις αντιλήψεις του Μισέλ Φουκό για τις «τεχνολογίες του εαυτού» (οι οποίες αναγκαστικά εμπλέκονται σε πολιτικές της ετερότητας), ο Δ. Παπανικολάου βλέπει στην ποίηση του Καβάφη όχι έναν παραμορφωτικό καθρέφτη μιας ζωής που πρέπει να παραμείνει κρυφή, όπως το θέλει η συμβατική πλέον ανάγνωση της σημασίας του ομοφυλόφιλου ποιητή, αλλά ως πεδίο στο οποίο ό,τι για μια κοινωνία πρέπει να διατηρηθεί μυστικό βρίσκει εκεί τις δυνατότητες δημιουργικής εκδήλωσης και ανάπτυξής του. Η ποιητικότητα αυτή στην οποία δεν μετράνε τα μυστικά, αλλά όπως και στον Προυστ, ο τρόπος με τον οποίο τα υποτιθέμενα (συμβατικώς εντεταλμένα) μυστικά ανοίγουν ένα ξέφωτο αναγνώρισης και συνεύρεσης, είναι όντως μια ευάλωτη ποιητικότητα που τη συνοδεύει μια δύσκολη στάση ζωής. Γι' αυτό και «ο ομοφυλόφιλος Καβάφης» στον υπότιτλο του βιβλίου δεν παραπέμπει σε ένα πλαίσιο αυτοβιογραφίας του ποιητή, ακριβώς επειδή ο βίος δεν στέκει ξέχωρα από τη διαρκή του (ανα)δημιουργία, την ποίησή του, δεν προϋπάρχει, ούτε προτείνεται, ούτε ανιχνεύεται διά μέσου των ποιημάτων. Τα βιώματα του ποιητή δεν παράγουν ποιήματα. Η ποίηση είναι το βίωμα του ποιητή και η ζωή του –η ιστορία της ζωής του– οι λέξεις με τις οποίες τη βιώνει. Ο Ντεριντά χρησιμοποιεί τη λέξη «αυτογραφία» σαν ενδεικτική χειρονομία τού πώς γράφει και γράφεται ο ευάλωτος εαυτός, την οποία διακρίνω πίσω από τη λέξη του Δ. Παπανικολάου «ομογράφηση» σκεφτόμενος πέρα ακόμη και από το πώς γράφει/γράφεται ο ομοφυλόφιλος εαυτός μέσω του κατ' ανάγκην άλλου (εαυτού) του. Συνεπώς: «Ο Καβάφης της τεχνολογίας του εαυτού σε μαθαίνει να κοιτάς και τον ελληνισμό ως διαδικασία, όχι ως αξία απόλυτη» (σελ.71). Εξού και η θέση του συγγραφέα για την ανάγνωση του Καβάφη ως «προσπάθεια συλλογικής αυτοβιογράφησης», η οποία πάντα ενέχει ένα ρίσκο, τον κίνδυνο και το κόστος μιας δημιουργίας αξιών και συνειδήσεων: «Η αυτοσυνείδηση που κατακτιέται μέσα από το καβαφικό κείμενο δεν είναι δίχως τίμημα» (σελ.149). Αφήνει σημάδι.

Βάσει, λοιπόν, αυτής της επικίνδυνης και ευάλωτης συλλογικότητας, ερχόμαστε και στην επιλογή του καβαφικού αποφθέγματος που φέρει ο τίτλος: «Σαν κ' εμένα καμωμένοι...». Θα πρέπει να σεβαστούμε πλήρως τη δήλωση του συγγραφέα ότι, στην προσπάθειά του να δει στην ποιητική του Καβάφη μια διαχρονική και συνάμα σύγχρονη πολλαπλότητα μιας, ας πούμε, queer κοινότητας, δεν βλέπει έναν ποιητή που «μοιάζει με μένα» (σελ.86). Αν και θα μπορούσαμε να αποδομήσουμε τη δήλωση, θα το θεωρούσα λάθος στην προκειμένη περίπτωση. Κι αυτό διότι το όλο εγχείρημα του βιβλίου στηρίζεται στην ένταση μεταξύ, αφενός, της ιδιαιτερότητας του συγκεκριμένου (ποιητής Καβάφης, Αλεξανδρινός, ομοφυλόφιλος, νεωτεριστής, διασπορικός κ.λπ.) και, αφετέρου, της πολλαπλότητας πάλι του συγκεκριμένου σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους. Όχι, λοιπόν, σχέσεις αναλογίας, αναπαράστασης, αναπαραγωγής, παρομοίωσης, αλλά σχέσεις διασύνδεσης, διήθησης, διαμεσολάβησης και (γιατί όχι;) διαλεκτικής – μεταξύ του εγώ και του άλλου, του παρόντος και του παρελθόντος, της εμπειρίας και της φαντασίας, της πράξης και της ανάμνησης.

Ο τίτλος του βιβλίου είναι μια φράση από προσωπικό σημείωμα που είχε διαφυλάξει στο αρχείο του ο ποιητής:

Οι άθλιοι νόμοι της κοινωνίας –μήτε της υγιεινής, μήτε της κρίσεως απόρροια– με μίκραιναν το έργο μου. Εδέσμευσαν την έκφρασί μου· μ' εμπόδισαν να δώσω φως και συγκίνησιν εις όσους είναι σαν κ' εμένα καμωμένοι. Τέλος, τι να κάμω; Πάω άδικα αισθητικώς. Και θα μείνω αντικείμενον εικασίας· και θα με καταλαμβάνουν το πληρέστερον, απ' τα όσα αρνήθηκα.

Σαφής αντήχηση στη φράση θα πρέπει να θεωρηθούν οι καταληκτικοί στίχοι στο ποίημα «Κρυμμένα», στο οποίο ο Δ. Παπανικολάου αφιερώνει μια δεξιοτεχνική ανάγνωση:

Αλλά ίσως δεν αξίζει να καταβληθεί
Τόση φροντίς και τόσος κόπος να με μάθουν.
Κατόπι –στην τελειοτέρα κοινωνία–
κανένας άλλος καμωμένος σαν εμένα
βέβαια θα φανεί κ' ελεύθερα θα κάμει.

«Σαν κ' εμένα καμωμένοι» / «κανένας άλλος καμωμένος σαν εμένα»: Ενδιαφέρον και παραπλανητικό παιγνίδι στο πλαίσιο μιας «γλώσσας που να λέει και να κρύβει». Η λέξη «κανένας» στο ποίημα δεν είναι αρνητική, αν προσέξουμε τα συμφραζόμενα. Είναι απρόσωπα προσδιοριστική: κάποιος άλλος καμωμένος σαν κι εμένα. Έτσι έρχεται να στηρίξει την ίδια διατύπωση μιας συλλογικότητας που, με μελαγχολία αυτή τη φορά ο ποιητής σχολιάζει στο σημείωμά του, γιατί η κοινωνία δεν του επιτρέπει να προσφέρει (φως και συγκίνηση) «εις όσους είναι σαν κ' εμένα καμωμένοι». Και στις δύο περιπτώσεις, δηλαδή, η αίσθηση εαυτού του ποιητή είναι συνδεδεμένη με κάποιους άλλους όμοιούς του – «όμοιος», εδώ, όχι με την έννοια της αναπαραγωγής του ίδιου αλλά της σύμπραξης με τον άλλο.

Γι' αυτό μ' ενδιαφέρει εδώ το ρήμα «κάνω» – το ρήμα της πράξης, συνεπώς και της ποιητικής. Το ρήμα χρησιμοποιείται όχι μόνο στις δύο φράσεις που μας απασχολούν, αλλά παραπλήσια, πλαισιώνοντας και προσδιορίζοντας τις φράσεις: «Τέλος, τι να κάμω;» αναρωτιέται ο ποιητής στο σχόλιο. Κάποιος σαν κι εμένα «θα φανεί κ΄ελεύθερα θα κάμει», αποφαίνεται στο ποίημα. Και στην αρχή του ποιήματος: Απ' όσα έκαμα και απ' όσα είπα / να μη ζητήσουνε να βρουν ποιος ήμουν. Εδώ δηλώνει καθαρά ότι το «τι είμαι» δεν συνίσταται στο «τι κάνω». Στέκεται, δηλαδή, στη διάζευξη μεταξύ οντότητας και πράξης, στο πλαίσιο της κλασικής Δυτικής μεταφυσικής, που από τον χριστιανισμό και μετά απελευθερώνει το πράττειν από το είναι προκειμένου να δημιουργήσει τη σημασία της ελεύθερης βούλησης. Όμως, στο τέλος το ποίημα αντιστρέφει, ενδεχομένως αποδομεί, τη διάζευξη και επαναφέρει μια αρχαιοελληνική, θα λέγαμε, και σίγουρα προχριστιανική, ταύτιση οντότητας και πράξης, με την έννοια ότι η πράξη, δηλαδή η ποίηση (το ποιείν), ενέχεται στην ίδια τη ζωή· δεν είναι λειτουργικά δευτερεύον, εργαλειακό στοιχείο, το οποίο η ζωή ενεργοποιεί.

Έτσι, το «καμωμένος σαν κ' εμένα» δεν δηλώνει κάποια αναπαραγωγή της ουσίας (της ομοφυλοφιλίας ή οτιδήποτε άλλου), μια ανακατασκευή ή έναν πολλαπλασιασμό του ίδιου. Διότι, παρόλο που μπορεί να πει κανείς ότι δηλώνει μια συνθήκη ιστορικής κατασκευής του εαυτού –εφόσον έχει αναιρεθεί η διάζευξη, δεν μπορεί να υπάρχει κάποιο αυτοαναφορικό και αυτούσιο Είναι– ο ποιητής ανοίγει τον δρόμο για την κατανόηση του πώς ο εαυτός, ο έτσι καμωμένος, δεν παγιώνεται σε καλούπι, αλλά υπάρχει διότι ζει κάνοντας με τη σειρά του, πράττοντας, δημιουργώντας άλλες συνθήκες. Και επιπλέον, για τον ίδιο λόγο, κάποιος άλλος καμωμένος σαν εμένα, όχι απλώς καμωμένος παρομοίως αλλά γιατί πράττει σαν εμένα, θα βρεθεί και θα κάνει, θα δημιουργήσει με τη σειρά του. Με μια όμως ουσιώδη διαφορά: ότι αυτός ο κάποιος άλλος σαν εμένα θα πράττει ελεύθερα, το οποίο όχι μόνο θα οφείλεται ως αποτέλεσμα αλλά θα συνεπάγεται την ύπαρξη μιας τελειοτέρας κοινωνίας, μιας κοινωνίας που θα χτιστεί βάσει αυτής της ελεύθερης συλλογικής πράξης/ποίησης και θα αποτάξει τους «άθλιους νόμους». Όποιος θεωρεί ότι ο «ερωτικός» Καβάφης δεν είναι «πολιτικός», εδώ θα πρέπει να το ξανασκεφτεί σοβαρά, διότι ο ποιητής, με πλήρη διαύγεια, διατυπώνει ένα κοινωνικό όραμα μιας πιο ελεύθερης ζωής, το πρόταγμα μιας «τελειοτέρας κοινωνίας».

Εδώ επιτρέψτε μου να παραθέσω ατόφιο τον εξαίσιο και ποιητικότατο λόγο του Δ. Παπανικολάου: «Ο Καβάφης προσπαθεί να καταλάβει γιατί δεν μπορεί να μιλήσει, και σιγά σιγά συνειδητοποιεί το ιστορικό υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένη αυτή η συνθήκη της αφωνίας, και σιγά σιγά συνειδητοποιεί το ιστορικό υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένος αυτός ο ίδιος, και σιγά σιγά συνειδητοποιεί ότι από μέσα και με τα ίδια υλικά, κάποιος χυμένος σε παρόμοια καλούπια, σιγά σιγά και μπερδεύοντας, σιγά σιγά και ανακατεύοντας αυτά τα ήδη δοσμένα, αλλάζοντας τις διατάξεις σωμάτων κι απολαύσεων και λόγων που τις δένουν, θα κατορθώσει να καταστήσει τη συγκεκριμένη συνθήκη της υποδούλωσης πεπαλαιωμένη. Κάποιος, όντας καμωμένος σαν εμένα, θα κάμει με τη σειρά του. Το τελειότερο, τουλάχιστον ως επιθυμία και ως εκδοχή κοινωνίας, είναι αυτό το ρευστό ενδεχόμενο που προκύπτει από την πίστη ότι ο καμωμένος θα μπορέσει κάποτε κάπως να διαφύγει τους όρους της κατασκευής και να κάμει» (σσ.155-56).

Η ποιητική της σεξουαλικότητας είναι, λοιπόν, η ποιητική μιας αντικανονικής ανατρεπτικής συλλογικότητας. Το οποίο μου δίνει και την αφορμή να κλείσω λέγοντας δυο λόγια για την προβληματική της ταυτότητας, την οποία συναντά κανείς σε όλο το εύρος του βιβλίου. Ομολογώ –και όσοι γνωρίζουν τα γραπτά μου θα το βρίσκουν εμφανές– ότι, έχοντας μαθητεύσει στη σκέψη του Αντόρνο και μετέπειτα του Σαΐντ, αντιτίθεμαι και στην ταυτοτική λογική (logic of identity) και στην ταυτιστική λογική (identitarian logic). Αναγνωρίζω βέβαια ότι, επειδή οι ταυτότητες σε ψυχοκοινωνικά πλαίσια καθορίζονται (παραδόξως, αν σκεφτούμε τη λέξη) από άλλους, δηλαδή ετερόνομα, μια πολιτική της ταυτότητας, σε συγκεκριμένες στιγμές πολιτικής δράσης, μπορεί να σημαίνει μια απαραίτητη ανατροπή, και γιατί όχι, μια πράξη αυτονομίας. Ισχύει σε πολλές γνωστές ιστορικές περιπτώσεις: πολιτική της ταυτότητας που μπορεί να είναι φυλετική, σεξουαλική, κοινωνικοαπελευθερωτική, ακόμα και εθνοαπελευθερωτική. Πιστεύω όμως ότι καμία πολιτική της ταυτότητας, τελικά, μπορεί να παραμείνει αντικανονική. Κατ' ανάγκην, λόγω της συλλογικής σύμπτυξης που συμβαίνει τη στιγμή της αντίστασης, της άρνησης, όταν φτάνει στην κατάφασή της η πολιτική της ταυτότητας τείνει στο να στήνει (νέους ή άλλους) κανόνες. Και έτσι έχουμε δει πολιτικές των ταυτοτήτων να καταλήγουν στις πιο κανονικές, στις πιο politically correct θέσεις που μπορεί να φανταστεί κανείς.

Δεν αποποιούμαι αυτή τη γενική αρχή. Διαβάζοντας, όμως, τον Καβάφη του Δ. Παπανικολάου κατανοώ και αποδέχομαι τη στρατηγική του όρου «ταυτότητα» με τον τρόπο που τον χρησιμοποιεί εδώ ως πεδίο διακύβευσης και διακινδύνευσης: «Αξίζει να δούμε τη φράση "ομοφυλόφιλος Καβάφης" ως πρόκληση και ως αρχή για θεωρητική ανάλυση, όχι ως κάτι στατικό. Δεν υπάρχει βεβαίως μία ομοφυλόφιλη ταυτότητα, συγκεκριμένη και στατική σε όλες τις εποχές, σε όλα τα μήκη και πλάτη: υπάρχουν αντίθετα εκφορές κανονικότητας και αντικανονικότητας, καταστάσεις υποταγής αλλά και στιγμές αντίστασης» (σελ.84). Μέσα σε αυτό το πλέγμα σεξουαλικότητας, μπορούμε αληθινά να διακινδυνεύσουμε μια queer αντιμετώπιση του κόσμου, όπου η αντικανονική συλλογικότητα να επιτυγχάνει ένα συνανήκειν που, όπως λέει και η Μπάτλερ, δεν ανήκει απολύτως σε κανέναν.

«Σαν κ' εμένα καμωμένοι»
Ο ομοφυλόφιλος Καβάφης και η ποιητική της σεξουαλικότητας
Δημήτρης Παπανικολάου
Πατάκης
360 σελ.

-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

https://diastixo.gr/kritikes/meletesdokimia/3363-san-k-emena-kamomenoi