ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Πρόλογος: 25 χρόνια επί τόπου βήματα
- Η σύλληψη της ημέρας
- Flying to Byzantium
- Γ. Χουλιάρα, Fast Food Classics
- Νέα τάξη θυμάτων
- Τ. Σιμώτα, Λοιπός οπλίτης
- Αναμετρήματα
- Ελληνισμός χωρίς αυταπάτες
- Μ. Κρανάκη, Φιλέλληνες
- Τα ηρεμιστικά του βάλτου
- Τα μυστικά της χολέρας
- Ναρκωτικά: η τάξη της αγοράς και οι αταξίες της κοινωνίας
- Το θάρρος του γυμνού
- Η τηλεκατευθυνόμενη κοινωνία και τα θηράματά της
- Πόλις και ποίησις – το δίλημμα του Χάιντεγγερ
- Ο χορός αψηφά το 2000
- Βάλτερ Μπένγιαμιν: φυσιοδίφης και φωτογράφος της ιστορίας
- Ο παράδοξος και τακτικός Σεφέρης
- Ο ναρκισσισμός του Αρχιεπισκόπου και το δίλημμα της νεολαίας
- Τρομοκρατία – επικύρωση της παγκοσμιοποίησης
- Το θεμελιακό ψευδές δίλημμα του Λούκατς
- Το ασύλληπτο μυθιστόρημα
- Φυσική και ψυχανάλυση: ποιητικά αντικείμενα
- Η πολιτική του αντι-αμερικανισμού
- Το Ιράκ ως καθρέφτης του αμερικανικού συμπλέγματος
- Το Ναι και το Όχι, το παρόν και το μέλλον
- Το κενό και το μέλλον
- Ποιητική γλώσσα και ιστορικό παρόν
- Μετεμφυλιακό Βελιγράδι
- Το έθνος ως καθεστώς γνώσης
- Συνέπειες μιας παλιάς απορίας
- Ο αλογάριαστος Αναγνωστάκης
- Στην πραγματικότητα η μουσική…
- Η Αμερική είναι αναπόφευκτα μερική
- Οι εμπρηστές είμαστε εμείς
- Η Ελληνικότητα δεν είναι ουσία
- Για τους τσαρλατάνους του ύφους
- Ποιείν – πολιτικό απαρέμφατο
- Οι αντιφάσεις και αμφιθυμίες του Άγγελου Ελεφάντη
- Το δικαίωμα στην εξέγερση και το δίκιο της δημοκρατίας
- Όταν ο λαός αποσύρει τη συγκατάθεσή του στην εξουσία
- Για μία νέα κυβερνητική αντίληψη της Αριστεράς χωρίς εξαιρέσεις
- Τρεις στάσεις Καβάφη: Καβάφης, Μέριλ, Μετάφραση – Ο Καβάφης στο Μετρό – “Σαν κι εμένα καμωμένοι…”
- Λεξικό… μάχης με εικόνες
- Το πρόβλημα ΣΥΡΙΖΑ: Ριζοσπαστική δημοκρατία και αριστερή διακυβέρνηση στην Ελλάδα
Πρόλογος – 25 χρόνια επί τόπου βήματα
Αν και κάποιες φορές υπερβολικά τακτικός στην προσωπική μου ζωή, στο σχολείο ήμουν άτακτο παιδί. Η μάνα μου θα πρέπει να υπέφερε όταν στα χέρια της έφταναν ειδοποιήσεις από δασκάλους για τιμωρίες, αποκλεισμούς από σχολικές εκδηλώσεις ή, σε δυό-τρεις περιπτώσεις, αποβολές – το έσχατο μέτρο που με έβαζε σε τάξη για κάποιο διάστημα, μέχρι να ξαναρχίσει ο κύκλος. Αυτό που με γλίτωνε εντέλει από τις έσχατες ποινές –και στο σχολείο και στο σπίτι– ήταν ότι, παρ’ όλη αυτή τη φασαρία, παρέμενα αριστούχος μαθητής, προνόμιο το οποίο και εξαργύρωνα για περαιτέρω αταξίες.
Τόσο οι δάσκαλοι όσο και οι γονείς μου σήκωναν τα χέρια ψηλά, ηττημένοι από αυτή την ανυπέρβλητη αντίφαση. Αντίφαση για τα δικά τους μέτρα βέβαια, γιατί για μένα η λατρεία του σχολικού περιβάλλοντος, δηλαδή της γνώσης και της μάθησης, δεν συγκρούστηκε ποτέ μέσα μου με την απόλαυση της ανακατωσούρας, της ανατροπής των κανόνων και της εκτροπής κάθε σοβαροφάνειας ή τελετουργικής αναγκαιότητας.
Τα σχολικά μου χρόνια τα έζησα στην περίοδο της χούντας και στα πλαίσια μιας ευτυχισμένης αστικής οικογένειας, όπου όλα λειτουργούσαν με απίστευτη συνέπεια και τάξη, μέχρι την ασθένεια της μητέρας μου που υπήρξε και καταστροφική. Πολύ πριν πολιτικοποιηθώ εναντίον αυτής της τάξης (και με τις δύο έννοιες), η άτακτη συμπεριφορά μου στο σχολείο –το οποίο, επαναλαμβάνω, υπεραγαπούσα– υπήρξε πρωτεύον στοιχείο του χαρακτήρα μου, εκτός και πέραν κάθε ιδεολογικής διαμόρφωσης στη μετέπειτα πορεία της ζωής μου.
Μεγαλώνοντας, έμαθα βέβαια τη σημασία των κανόνων και πώς να παίζω μέσα στα πλαίσιά τους (όχι πάντα εύκολα, ομολογώ, αλλά σταθερά), αλλά ποτέ δεν μου πέρασε αυτή η ροπή προς την εκτροπή –επιτρέψτε μου τη μπαρόκ ρίμα– της ηγεμονίας των δεδομένων. Γι’ αυτό και, σκέφτομαι τώρα, ποτέ δεν κατάφερα να γίνω αστροφυσικός, που ήταν και η πρώτη μου μεγάλη επιστημονική επιθυμία, όταν πήγα στο πανεπιστήμιο.
Το πώς τελικά κατάφερα να κάνω επαγγελματική καριέρα οφείλεται –πέρα από την καλή μου τύχη εναντίον πολλαπλών αντιξοοτήτων– αφενός στη λατρεία του περιβάλλοντος της μάθησης στην οποία παραδόθηκα εξαρχής, αφετέρου δε στην κατανόηση της πολιτικής ως πεδίου διαμάχης, σύγκρουσης και ανταγωνισμού, αλλά ταυτόχρονα και ελιγμού, υπολογισμού του αντιπάλου και αίσθησης της ανυπέρβλητης ισχύος της φιλίας. Η κατανόηση αυτή, βέβαια, ήρθε αργότερα, με την εμπειρία της σύγκρουσης στο κοινωνικό πεδίο, αλλά ήρθε και έκατσε πάνω στον χαρακτήρα που χτίστηκε μέσα από αυτή τη διπλή απόλαυση: την αγάπη για την μάθηση και την αγάπη για την αμφισβήτηση.
Ελπίζοντας στην επιείκεια του αναγνώστη, περιαυτολογώ γιατί νιώθω την ανάγκη να εξηγήσω, και στον εαυτό μου και στον αναγνώστη, όχι μόνο τον τίτλο Ενδεχομένως αταξίες, αλλά την ίδια την υπόσταση των κειμένων, τα οποία λόγω χρονικής διάρκειας, γλώσσας, αλλά και συγκεκριμένης ιστορικότητας, μαρτυρούν, πέρα από οτιδήποτε άλλο έχω γράψει στη ζωή μου (εκτός της ποίησης), τις παραμέτρους ενός συγκεκριμένου κοινωνικο-ιστορικού υποκειμένου σε διαρκή διάσταση με τον τόπο του και τον χρόνο του, με ό,τι υπόκειται (αλλά και αντίκειται) σε αυτό βιογραφικά, γενεαλογικά, ψυχοκοινωνικά.
Εξηγούμαι. Κατ’ αρχάς, τα κείμενα αυτά έχουν γραφτεί στα ελληνικά, τη γλώσσα που πρώτη ενέπνευσε τη διπλή απόλαυση για τη μάθηση και τις αταξίες. Η μετέπειτα τύχη της ζωής μου με κατέστησε εξόριστο από τη γλώσσα μου. Από αυτό το ενδεχόμενο κέρδισα πολλά χωρίς αμφιβολία, με κυριότερο τη δυνατότητα να μην χαθώ αυτοέγκλειστος στην υποτιθέμενη πληρότητα της γλώσσας μου, αλλά επίσης μου στέρησε την καθημερινή εμπειρία του να αφεθώ απερίσκεπτα στη γλώσσα μου, να της παραδοθώ. Αντίφαση αναμφισβήτητη, αλλά στοιχειώδης και καταλυτική.
Μέσα, λοιπόν, σε αυτή την αντίφαση της γλωσσικής εξορίας, της ανέστιας επένδυσης στο ανοίκειο, όπως θα έλεγε με τους δικούς του όρους ο Έντουαρντ Σαΐντ, οι κατά καιρούς ασκήσεις, ή πιο σωστά δοκιμές, στην ελληνική γλώσσα είναι κάτι σαν εκδρομές – μόνο που σε αντίθεση με τη συνήθη έννοια, γιατί στη προκειμένη περίπτωση ο δρόμος οδηγεί προς τα μέσα, προς τον πυρήνα των σημασιών που με συγκροτούν. Ποτέ όμως δεν θα σκεφτόμουν αυτές τις δοκιμές ως επιστροφές στο οικείο, ως πολύτιμες στιγμές οικογενειακής πληρότητας μες τη ξενιτειά. Η απόλαυση της γραφής στη μητρική γλώσσα είναι μοναδική και απολύτως προσωπική. Δεν δικαιούται να χρησιμοποιηθεί σαν γενικό επιχείρημα. Υπό αυτή την έννοια, τα κείμενα δεν ωθούνται από κάποια γενικότερη νοσταλγία, ούτε καν του γλωσσικά εξόριστου εν γένει. Η γλώσσα τους ανήκει στα ενδεχόμενα που τα προκαλούν και τα κυβερνούν (ακόμα και τώρα), χωρίς ωστόσο να υποκύπτει στην τάξη τους πολιτισμικά.
Τα ενδεχόμενα αυτά όντως αφορούν, ως επί το πλείστον, την ελληνική πραγματικότητα σε χρονικά πλαίσια που καλύπτουν μια εικοσιπενταετία. Αλλά η περιστασιακότητα και τα αυθαίρετα χρονικά κενά μεταξύ των κειμένων δεν επιτρέπουν μια αυστηρή ιστορική ανασκόπηση, ούτε συμπεράσματα γενικού κοινωνικο-ιστορικού περιεχομένου. Ωστόσο, κάθε κείμενο, μέσα από την ενικότητα του, αφήνει ένα καθαρό στίγμα της ιστορικότητας που το διαπερνά και έτσι, από αυτές τις πολλαπλές ενικότητες που τώρα συνευρίσκονται και συμπράττουν, φτιάχνεται ένα χαρτογράφημα μιας όντως ευρύτερης ιστορίας.
Βέβαια, ομολογώ, κανένα κείμενο δεν γράφτηκε κατόπιν σχεδίου. Όλα γράφτηκαν στα όρια του αυτοσχεδιασμού ενώπιον των δεδομένων. Κάθε ένα είναι, λοιπόν, αντικείμενο κάποιου ενδεχομένου, προκύπτοντας συνεπώς ως αντι-μέτωπο στον κατά τα άλλα σχεδόν ασχημάτιστο (και ίσως μη πλήρως κατανοητό) ρου των ιστορικών δεδομένων καθώς αυτά αναδύονται, αναπτύσσονται και ανακατεύονται με τον χρόνο. Σαφώς και δεν μιλάμε για ρεπορτάζ του επίκαιρου, ή για χρονικό μιας ερμηνείας των γεγονότων. Άλλωστε, πολλές φορές το αντικείμενο μπορεί να είναι κάποιο ιστορικό πρόσωπο ή πρόβλημα του παρελθόντος. Όμως, και σε τούτες τις περιπτώσεις τα κείμενα προκύπτουν από ενδεχομενικούς, περιστασιακούς, αυτοσχεδιασμούς. Δεν εξαντλούν το αντικείμενο τους, αφήνουν κενά, κάνουν υποθέσεις, περιδιαβαίνουν ακόμα και τις ίδιες τους τις αιτίες. Αν θεωρήσουμε δε ότι υπόρρητα μπορεί να προσεγγίζουν θέματα μεγάλης ιστορικής διάρκειας, κι αυτό ακόμη το κάνουν μέσω του αυστηρώς και ενσυνειδήτως προσωρινού.
Ωστόσο, το πλαίσιο σημασιών παραμένει πάντα ελληνικό, ακόμα και όταν διακυβεύονται σκέψεις για τον Λούκατς ή τον Χάιντεγγερ, το Βελιγράδι ή την Βυρητό, γιατί οι σκέψεις τελώνται στα ελληνικά και παρεμβαίνουν σε συζητήσεις της γενικότερης ελληνικής γραμματείας, συνεπώς πηγάζουν από ελληνικούς προβληματισμούς. Μόνο σε δυο-τρεις περιπτώσεις έχω μεταφράσει κείμενα, κυρίως από ομιλίες που πρωτοδόθηκαν στα αγγλικά, γιατί το θέμα τους αφορά την ελληνική γραμματεία συγκεκριμένα –γι’ αυτό και παρέμειναν ανέκδοτα ως γραπτά στην αγγλική γλώσσα. Ανήκουν εδώ γιατί συμπληρώνουν κάποια ίχνη στη χαρτογράφηση μιας πορείας ελληνικών σκέψεων – ατάκτων μεν, καθότι απολύτως ενδεχομενικών, αλλά, με τον τρόπο που συγκεντρώνονται εδώ, θα έλεγα, εξίσου απολύτως συνυφασμένων με ένα εσωτερικό γλωσσικό και νοηματικό νήμα, που κι αυτό αντλεί τη δύναμη και αντοχή του από τα ενδεχόμενα. Λέγοντας «ενδεχόμενα» δεν εννοώ μόνο τα γεγονότα που προκαλούν τις σκέψεις, αλλά και το γεγονός ότι η ίδια η σκέψη προκαλεί και διαμορφώνει την ενδεχομενική εμπειρία, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ενός γλωσσικά εξόριστου υποκειμένου.
Το πως τακτοποιεί κανείς τα ενδεχόμενα του – αυτά που συμβαίνουν γύρω του στον κόσμο κι αυτά που συμβαίνουν μέσα στον εαυτό του, αυτά που τυχαίνει να σε κάνουν αυτός/αυτή που είσαι – είναι απαραίτητη ποιητική προϋπόθεση του όντος, είτε είναι κανείς ποιητής του λόγου είτε όχι. Όλοι μας είμαστε ποιητές του εαυτού μας, με ό,τι υλικό μας τυχαίνει στα τριγύρω μας εγκόσμια. Η ποίηση αυτή αφήνει ίχνη, αν μη τι άλλο αυστηρά προσωπικά αλλά πάντα σε σχέση με τα πρόσωπα άλλων. Όταν κάποιος τυχαίνει επιπλέον να είναι συγγραφέας, τότε τα ίχνη του τα αφήνει στο δρόμο των πολλών άλλων αγνώστων αναγνωστών που τυχαίνει να διασταυρωθούν μαζί τους μέσα σε μια κοινή γλώσσα και ιστορία, σε ένα τόπο τον οποίο όλοι μαζί μοιραζόμαστε.
Η ιστορία δεν είναι απλά υπόθεση του χρόνου. Είναι εξίσου υπόθεση του πώς ο χρόνος διασχίζει ή διατρέχει ένα τόπο. Αν ο χρόνος είναι αυτός που συμμαζεύει τα άτακτα παιδιά, που κάποια στιγμή μεγαλώνουν, τότε ο τόπος είναι αυτός που εκπορεύει και διατηρεί τις συγκεκριμένες (και από τη άποψη του χρόνου εφήμερες) αταξίες τους. Έτσι κι εδώ, αν ο χρόνος δίνει μια σειρά, μια τάξη, σε αυτά τα κείμενα, που εκ των υστέρων ξετυλίγουν ένα νήμα, ο τόπος είναι αυτός που διατηρεί ατόφια την αταξία τους.
Εξού και επέλεξα, με καθαρό σκεπτικό, να προλογίσω αυτή τη συλλογή με τον τίτλο «25 χρόνια επί τόπου βήματα». Η γνωστή φράση προφανώς υπονοεί μια στασιμότητα, μια κίνηση που δεν οδηγεί πουθενά αλλού. Δεν απαρνούμαι το υπονοούμενο. Όντως, η αναδρομική μου ματιά σε αυτά τα κείμενα εν όψει της δημοσίευσης τους με έφερε αντιμέτωπο με αυτή την πραγματικότητα της επί τόπου κίνησης. Όχι μόνο οι σκέψεις, αλλά πολλές φορές και τα γεγονότα τα ίδια, μετά από δυόμιση δεκαετίες μοιάζουν σαν να συνέβησαν χτες. Μοιάζουν με αυτά που όντως συνέβησαν χτες. Υπάρχει εδώ μια αμείλικτη επανάληψη, ιδωμένη εκ των υστέρων, που είναι, πράγματι, δύσκολο να τη διαχειριστεί κανείς. Δηλαδή, δεν άλλαξε τίποτε; Τόσα χρόνια πέρασαν, παραμένουμε στα ίδια;
Δεν είμαι από αυτούς που αρέσκονται να επαναλαμβάνουν ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται. Ακόμη κι αν υποθέσουμε την επανάληψη της, η αλήθεια είναι ότι, όπως το κύμα ακουμπάει το ακρογιάλι, η ίδια κίνηση της ίδιας θάλασσας τα ίδια βότσαλα διαρκώς τα μετακινεί, τα ανακατεύει και σε βάθος χρόνου τα αλλάζει, τα μετασχηματίζει. Η επανάληψη δεν ακυρώνεται, όμως η ίδια η κίνηση αλλοιώνει και δημιουργεί, χωρίς να γινόμαστε κατ’ ανάγκην αριστοτελικοί. Προφανώς και οι ρυθμοί μιας εικοσιπενταετίας στη ζωή ενός ανθρώπου ή μιας κοινωνίας δεν μπορούν να συγκριθούν με τους συμπαντικούς ρυθμούς αλλοίωσης και δημιουργίας του κύματος στην ακρογιαλιά. Αλλά ίσως αξίζει να σκεφτούμε τον χρόνο μας μακριά από το πρίσμα της ταχύρρυθμης ζωής μας. Το τι δεν αλλάζει σε αυτό τον τόπο –ή τέλος πάντων, τι δεν φαίνεται να αλλάζει με τα κριτήρια των δικών μας ρυθμών– ίσως δεν πρέπει να μας γίνεται τόσο τεράστιο βάρος.
Ιχνηλατώντας αναδρομικά με αφετηρία τη θεωρούμενη τομή της Ελλάδας της κρίσης στην οποία τώρα στεκόμαστε βλέπουμε ότι η όποια τομή, υποτίθεται, έφερε η κρίση στοιχίζεται πάνω σε μια σειρά επαναλήψεων, βημάτων επί τόπου. Όπου τόπος δεν είναι μόνο η ελληνική επικράτεια, αλλά η γενικότερη γεωπολιτική και γεωπολιτισμική περιφέρεια. Σαφώς και τα «σκληρά» στοιχεία της κρίσης είναι ριζωμένα στο έδαφος της Ελλάδας από τη δεκαετία του 1980 και μετά: κατ’ ουσίαν, η κυριαρχία του εθνολαϊκού, η οποία όχι μόνο συνόδευσε αλλά και μεθόδευσε τον νεοσύστατο «σοσιαλισμό», υπερκαταναλωτισμό, νεοπλουτισμό και μιντιακό παραλήρημα που άνοιξαν τον δρόμο για την απερίσκεπτη και απροστάτευτη έκθεση των πάντων στις ανελέητες δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης στο επίπεδο και της οικονομίας και του πολιτισμού. Η «Ευρώπη» που μας προέκυψε, αλλά και όλες οι δήθεν φωνές εναντίωσης που καλύπτουν το πολιτικό φάσμα, στοιχειοθετήθηκαν μέσα στο ίδιο πλέγμα και τα κείμενα αυτά το καταδεικνύουν: και πολιτικά (πασοκοκρατία, 17Ν, τρομονόμοι, μακεδονικό, μεγαλο-εργολαβία, διαπλοκή, χρηματιστήριο, μεταναστευτικό, ευρωζώνη, νεοφασισμός) και πολιτισμικά (αυριανισμός, νεο-ορθοδοξία, τηλεκατευθυνόμενος λαϊκισμός, εκσυγχρονισμός, μιντιολατρεία, ποδοσφαιροποίηση, καψουροτράγουδο-έντεχνο-ηλεκτρολαϊκό, σταριλίκι, δήθεν, και πάει λέγοντας).
Από αυτή την άποψη, η στάση «κρίση» στην οποία τώρα βρισκόμαστε αποκτά ένα βάθος, το οποίο δεν καλύπτεται από τη συνολιστική ρητορική περί μεταπολίτευσης, γιατί αφορά πολλαπλές και περίπλοκες πολιτικές και πολιτισμικές δομές όσο και αν έχουν παγιωθεί. Η κρίση βοηθάει στο να αναδειχθεί η βαθιά τους ιστορία. Έτσι, η διαφαινόμενη επανάληψη συμβάντων, αντιλήψεων ή πρακτικών, που αναγνωρίζει κανείς μέσω των κειμένων, δεν μας κλειδώνει σε μια αδιέξοδη προοπτική, αλλά αντιθέτως μας βοηθά να καταλάβουμε καλύτερα το μέγεθος της ευθύνης που έχουμε ως κοινωνία να εκμεταλλευτούμε την περιπέτεια της κρίσης για να αλλάξουμε ουσιαστικά την πορεία μας στο μέλλον.
Η εμπειρία της κρίσης και του γενικότερου δισταγμού μου να τη σχολιάσω διεξοδικά μέσα από εύκολα ερμηνευτικά σχήματα θεμελίωσε κι έδωσε τελικό νόημα στην ιδέα να μαζέψω αυτά τα κείμενα στο πλαίσιο ενός βιβλίου. Διαβάζοντάς τα σε αυτή την ιστορική συγκυρία βλέπει κανείς πως η φράση «25 χρόνια επί τόπου βήματα» μπορεί επίσης κάλλιστα να σημαίνει μια μεγάλη εξερεύνηση ενός τόπου που σου δίνει διαρκώς το βήμα: το έναυσμα να τον λογοποιήσεις κριτικά, να μιλήσεις μαζί του, καθώς επίσης τον βηματισμό, τον ρυθμό, να τον διασχίσεις αναμετρώντας ένα-ένα τους χρόνους με τους οποίους λειτουργεί.
Συλλέγοντας αυτά τα βήματα διατήρησα όσο μπορούσα την αταξία τους. Δεν διόρθωσα τυχόν αδυναμίες τους, δεν έκρυψα τα (εκ των υστέρων) λάθη των ισχυρισμών τους, δεν τα πακετάρισα σε θεματικές ενότητες – γενικώς δεν τα συμμάζεψα, δεν τα τακτοποίησα. Άφησα ακέραιη την ενδεχομενικότητά τους. Εξάλλου, το ενδιαφέρον τους εκεί βρίσκεται: στο πώς ανοίγουν κάτι ξεχασμένες πόρτες γεγονότων και αντιλήψεων, όχι για να αναπολήσουμε το παρελθόν αλλά για να ανακαλύψουμε πού αλλού μπορεί να βρίσκεται το παρόν μας, αυτό το επί τόπου.
Υπάρχει, βέβαια, και κάτι άλλο, αναπόφευκτο σε τέτοιου είδους συλλογές: η διαχρονική εικόνα μιας υποκειμενικής πορείας. Εκεί διακρίνονται κάποιες σταθερές, ίσως και εμμονές, ενός συγγραφέα, είτε το δούμε γλωσσικά είτε σε επίπεδο ψυχοκοινωνικής συγκρότησης. Όλα τα κείμενα, ανεξαιρέτως ενδεχομένων, αφορούν τη διαδικτύωση της ποιητικής με την πολιτική, όπως εξάλλου διακρίνεται σε οτιδήποτε δοκιμιακό έχω γράψει στη ζωή μου. Ακόμη και οι εκτενείς φιλοσοφικές σκέψεις, οι απόψεις περί τέχνης και μουσικής, ή οι κρίσεις πάνω σε θέματα ΜΜΕ ή του γενικότερου δημοσίου λόγου περί θεσμών και κοινωνικών προβλημάτων, εντάσσονται μέσα σε αυτή τη διαλεκτική ποιητικής-πολιτικής. Όπου «ποιητική» ξεκινά από την ποίηση την ίδια και καταλήγει στο να αφορά το ευρύτερο ποιείν της ελληνικής κοινωνίας και «πολιτική» ξεκινά από τα διάφορα μικρογεγονότα στην ιστορία μιας πολιτείας και καταλήγει στο να αφορά τα ευρύτερα φιλοσοφικά ερωτήματα περί ισχύος και κοινωνικού ανταγωνισμού.
Αυτή τη συνύφανση τη βλέπει κανείς και στο πέρασμα από το ένα κείμενο στο άλλο, όπου η ποίηση ή η πολιτική εναλλάσσονται ως συγκεκριμένα αντικείμενα στοχασμού, αλλά πολλές φορές και μέσα στο ίδιο το κάθε δοκίμιο, όπου μια ποιητική σκέψη αφορά την καρδιά του πολιτικού και το αντίστροφο. Ξαναδιαβοντας τα κείμενα με τη σειρά τους, όχι ως συγγραφέας αλλά ως κριτικός αναγνώστης, ανακάλυψα επίσης ποιος όρος, πέρα από οποιονδήποτε άλλο, συνδέει το ποιητικό με το πολιτικό – η ιστορία, ίσως η λέξη που, ως αντικείμενο στοχασμού, απαντάται περισσότερο από κάθε άλλη. Ίσως δεν έπρεπε να με εκπλήξει. Ανέκαθεν, πέρα από τη σημασία του τι έχει συμβεί στο χώρο-χρόνο μιας κοινωνίας, η ιστορία με ενέπνευσε ως κάτι που συμβαίνει – τώρα, τη στιγμή που μιλάμε, που πράττουμε και ποιούμε, τη στιγμή που ζούμε. Πώς τα βγάζει πέρα κανείς με αυτή την φευγαλέα συνάντηση του εαυτού του με το παρόν, ασχέτως του τι έχει πίσω του σχηματίσει και μη γνωρίζοντας ακριβώς που θα καταλήξει, είναι ένας άλλος τρόπος να εννοήσουμε τη συνύφανση του ποιητικού με το πολιτικό.
Η συλλογή περιλαμβάνει τα περισσότερα κείμενα που κατά καιρούς δημοσίευσα σε εφημερίδες, περιοδικά και προσφάτως σε ιντερνετικές ιστοσελίδες, καθώς και αρκετά ανέκδοτα κείμενα, των οποίων οι συνθήκες μη έκδοσης εξηγούνται σε υποσημειώσεις. Έχω εξαιρέσει κείμενα που αφορούν το έργο του Έντουαρντ Σαΐντ, που πρώτος μετέφρασα και εισήγαγα στην Ελλάδα, γιατί αυτά, μαζί με κάποιες συνεντεύξεις, θα συλλεχθούν σε ξεχωριστό τόμο.
Ευχαριστώ όλους τους φίλους και συνεργάτες που συνέβαλαν στη δημοσίευση –πολλές φορές και έμπνευση ή απαίτηση– των κειμένων, κυρίως όμως τον Γιάννη Πατίλη που με εμπιστεύθηκε στην αρχή της συγγραφικής μου καριέρας στο Πλανόδιον, αλλά και για την επιμονή του στη μοναδική ιδέα των «Διαβατηρίων», καθώς και τον Σήφη Πολυμίλη που μου παρείχε απλόχερα την ευθύνη στην Ελευθεροτυπία να γράφω ελεύθερα για οτιδήποτε θέμα με ενδιέφερε.
Γαλαξείδι, Σεπτέμβριος 2015
Βιβλιοκριτικές
Αθηνά Αθανασίου (Διάστιχο): https://diastixo.gr/kritikes/diafora/8791-endexomenos-ataxies
Νίκος Μπακουνάκης (Το Βήμα): https://www.tovima.gr/2016/12/02/opinions/ataksies/