Published
ΦΡΜΚ & Soundcloud
Κασέτες
Κάποτε οι ζωές κυκλοφορούσαν ελεύθερα σε κασέτες. Τις έβαζες να παίζουν και κοιμόσουν ήσυχος, δίχως απρόοπτα για καμιά ώρα. Γι αυτό και ήταν ιδιαίτερα αγαπητές τα μεσημέρια, δίπλα στη σόμπα, όταν ζεσταίνονταν τα όνειρα. Κασέτες, βέβαια, έπαιρνες μαζί σου και στο αυτοκίνητο. Έδινε κι έπαιρνε η ζωή σε κάτι στροφές, κάτι σοκάκια, κάτι αμφίβολους προορισμούς – προσδιορισμούς. Προσδιόριζε η κασέτα την διάθεση. Τι στο διάολο γυρεύω τώρα εδώ; Σ΄αυτή την κόλαση; Δεν καθόμουν σπίτι μου καλύτερα; Εκεί που δεν ξέρεις αν υπάρχει ή δεν υπάρχει ζωή, γιατί είναι όλα σιωπηλά και δεν παίζει τίποτα; Σκεφτόμουν πώς καλώς είναι κάτι τέτοιες ερωτήσεις να τις γράφεις σε κασέτες και μετά να τις πουλάς στο δρόμο, παράνομα, σαν μετανάστης, γιατί έτσι κι αλλιώς τέτοιες ερωτήσεις δεν επιτρέπονται. Χαλάνε την πιάτσα της αδιαφορίας. Τουλάχιστον, στο αυτοκίνητο οι κασέτες σε συνεπαίρνουν. Ξεχνιέσαι και μπορεί να χάσεις τον δρόμο. Ενώ το μεσημέρι δίπλα στη σόμπα δεν πας πουθενά. Ακόμη και αν ακολουθείς κάποια ονειρεμένη διαδρομή κασέτας. Έτσι κι αλλιώς θα πρέπει να ξυπνήσεις για να αλλάξεις πλευρά. Να κοιμάσαι συνέχεια ανάσκελα έχει μια όψη νεκρικής αιωνιότητας που με τρομάζει. Ευτυχώς που οι κασέτες τελειώνουν. Αλλάζοντας πλευρά μπορεί να φύγεις σε άλλο δρόμο, ακόμη κι αν το κορμί σου δεν λέει να ξεμακρύνει από τη σόμπα. Εξάλλου είναι ακόμα μεσημέρι… ε, απομεσήμερο. Σε λίγο θα σχολάσουν κι οι αγοραπωλησίες. Ενδιαφέρεται, πράγματι, κανείς για τις δικές σου τις κασέτες; Δεν έχει νόημα. Γυρνάνε εύκολα δικές τους. Πόσο κοστίζει η μαγνητοφώνηση ενός μεσημεριού; Πόσο μεγάλη μπορεί να είναι η ζωή ενός ανθρώπου; Ένα σωρό ερωτήσεις. Σε μια κασέτα ενενήντα λεπτών τα λές όλα και βάλε. Σου περισσεύουν και τα σκοτεινά υπολείμματα, τα κατακάθια. Όλοι μας ξέρουμε πόσο εύκολα σκονίζεται η μαγνητική ταινία. Η σκόνη δεν επιβάρυνε ποτέ την ζωή κανενός. Κάθε τόσο, καλό είναι να φυσάς δυνατά στη κεφαλή, να φεύγει η σκόνη. Να επανέρχεται η διαύγεια. Έστω προσωρινά. Δεν είπαμε ότι καθαρίσαμε κιόλας! Άσε, δεν ξεμπλέκεις, μη το ψάχνεις. Κεφαλή είναι αυτή. Πότε, αλήθεια, υπήρξε απόλυτα ξεκάθαρη; Από σκόνη είναι κι αυτή καμωμένη όπως κάθε τι στο αόριστο σύμπαν. Έτσι κι αλλιώς κάθε τόσο η κασέτα χαλάει. Την ταινία την τρώει το μηχάνημα και μετά σχολαστικά, με απόλυτη προσήλωση, την τραβάς πάλι πίσω, σαν με αδράχτι την τυλίγεις μέχρι πάλι την αρχή. Με μια κασέτα αναστρέφεις τα πάντα. Μια ζωή πατημένη, κουρελιασμένη, γυρνάει εκεί που ξεκίνησε και ξαναπαίζεται καινούργια. Κούνα το κεφάλι σου που θα μου πεις εσύ για κασέτες! Πότε γύρισες καν πλευρά να δεις τι περνάει από κάτω. Κολλημένος στο τοίχο μια ζωή! Ρε τι ακούμε μεσημεριάτικα. Και δεν βλέπω να αλλάζει καθόλου το τραγούδι. Μια λούπα πάει κι έρχεται σερνάμενη, μια σαρανταποδαρούσα της μνήμης, θες να στρίψεις και δεν μπορείς. Είναι κι αυτό το αμάξι που τάχει φτύσει, το γαμημένο. Οι κασέτες το μάραναν. Έτσι κι αλλιώς αμάξι με κασετόφωνο πια είναι αντίκα. Μόνο που κανείς δεν το θέλει. Συνεπώς σαράβαλο. Έτσι κι αλλιώς, ποιός θάθελε την ζωή του να περιορίζεται σε ενενηντάλεπτα, σαν ματς ποδοσφαίρου; Δεν θα προτιμούσες καλύτερα την σιωπή που δεν καταγράφεται; Έτσι ούτε πλευρά δεν χρειάζεται να αλλάξεις. Παραμένεις ανάσκελα, κοιτάζοντας την αιωνιότητα στα μούτρα. Τι κι αν δεν ακούς τίποτα; Τι κι αν δεν ακούει κανένας; Μετά από δισεκατομμύρια χρόνια φτάνει που θα ακουστεί η ανάσα σου σε κάποιο σοκάκι του σύμπαντος. Ούτε κασέτες ούτε τίποτα. Μη κοιτάς τώρα που είναι γλυκειά η σόμπα και σε έχει φάει το ονειροπόλημα. Πόσο εύκολα γοητεύονται οι άνθρωποι! Ένα μόνο τραγούδι τους φτάνει. Τους κάνει να ξεχνάνε τα πάντα. Ή να θυμούνται πράγματα που δεν έγιναν.