Το κενό και το μέλλον
Οι αστραπιαίες εξελίξεις του ’89 έγιναν αντιληπτές ως φυσιολογικό, σχεδόν, αποτέλεσμα μιας μακροχρόνιας πολιτικής επένδυσης σε ένα σύστημα που αυτούσια εκκένωσε τον πυρήνα των σημασιών του, σε σημείο, μάλιστα, να φτάσει εντέλει να στηρίζεται στο ιστορικό πουθενά. Η εμπειρία εκείνων των ημερών, αλλά και ο όποιος τωρινός αναστοχασμός τους, δημιουργούν ακόμη απορίες, όχι γιατί μέλλει να κατανοήσουμε ή να εξηγήσουμε την μεγάλη αυτή αλλαγή της ιστορίας, αλλά ακριβώς γιατί δεν μπορούμε να εξηγήσουμε (ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι κατανοούμε) το μέλλον.
Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο κόσμος εξαναγκάστηκε να προβεί σε μια συλλήβδην απόσβεση εννοιών. Ασχέτως ιδεολογικών επενδύσεων, η κατάρρευση του “υπαρκτού σοσιαλισμού” –όχι απλώς ως ιδέα, αλλά ως θεσμοποιημένη πραγματικότητα– απαίτησε το ξεκαθάρισμα δεδομένων και εννοιών κατοχυρωμένων από την Εποχή της Επανάστασης (κατά την ονομασία του Χόμπσμπαουμ), δηλαδή, από την εποχή της δημιουργίας και συνάμα κρίσης του Διαφωτισμού.
Δεν αχρηστεύτηκε μόνο η ψυχροπολεμική γλώσσα, αλλά και μια προγενέστερη σειρά εννοιών, η οποία συνέδεε την ιστορία του καπιταλισμού και του εργατικού κινήματος με τα μεταμορφωτικά οράματα της ιστορίας του Διαφωτισμού. Οι διάφορες άναρθρες κραυγές κατά του λεγόμενου “μεταμοντερνισμού”, εν ονόματι της “επιστήμης” ή της “επανάστασης”, οφείλονται ακριβώς στην αδυναμία να γίνει αποδεκτή η αποσύνδεση, ή ακόμα και απόσβεση, αυτών των εννοιών.
Μια εικοσαετία πριν την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, ο ανεπανάληπτος Άρης Αλεξάνδρου μας είχε ήδη κάνει δώρο το μάθημα που μετέπειτα αποδόθηκε στην Ιστορία. Μας μύησε στο πως στην προσπάθεια να δημιουργηθεί ο Νέος Άνθρωπος μάς είχε πλήρως διαφύγει το ότι η καινή διαθήκη του ανθρωπισμού ήταν κενή.
Με μια πολύ στενή έννοια –παρότι ανώφελη τελικά– ο Αλεξάνδρου είδε στο “ελληνικό” ’49 το “παγκόσμιο” ’89, επιτελώντας μια ιστορική ανάγνωση ενός προβλήματος πριν αυτό εκδηλωθεί ιστορικά. Δεν αμφισβητώ την ανάγνωση που βλέπει Το Κιβώτιο σαν μυθιστορηματική μαρτυρία μιας αβάσιμης, εντέλει, επαναστατικής πράξης. Η ποιητική της ήττας που αφορά στη συγκεκριμένη γενιά επιβάλλει, κατά μια έννοια, μια αμείλικτη αυτοκριτική που συντρίβει, όχι μόνο τα παλιά οράματα (τα οποία βλέπει ως ασύστολες ψευδαισθήσεις), αλλά και την ίδια την πειθάρχηση των οραμάτων. Όμως, για εμάς τους νεότερους, θα ήταν λάθος αν σε αυτή την συντριβή του οράματος βλέπαμε τον μηδενισμό του οραματισμού.
Αναφέρομαι στον Αλεξάνδρου, ακριβώς γιατί η αμείλικτη ματιά του μας προετοιμάζει να αντιμετωπίσουμε ένα κόσμο στον οποίο, παρότι ακόμη κυριαρχεί η εκμετάλλευση, η αδικία, και η εξόντωση των ανθρώπων από δυνάμεις τις οποίες δεν ελέγχουν, η ανθρωπότητα πάσχει από ένδεια οραμάτων. Η ομολογουμένως απαραίτητη προσπάθεια ανασύστασης των αρχών του ριζοσπαστικού Διαφωτισμού, δεν αρκεί να αντιμετωπίσει αυτή την ένδεια. Χρειάζεται, πρώτον, η αποδοχή και, δεύτερον, η δημιουργική (ποιητική) επεξεργασία του φαντασιακού κενού που μας κληροδότησε ο Διαφωτισμός πολύ πριν την κατάρρευση του “υπαρκτού σοσιαλισμού”.
Ο Αλεξάνδρου δεν μιλά ποτέ για εκκένωση νοήματος. Μιλά απλώς για κενό. Για κενό που υφίσταται ήδη ως μήνυμα, ως νόημα –μάλιστα, ως απόλυτο ζήτημα ζωής ή θανάτου. Όποια ανάγνωση επάγεται από την επιθυμία ανασύστασης των οραμάτων μιας άλλης, εντέλει, ιστορίας, θα δει αυτό το ήδη υπάρχον κενό ως εκκένωση. Παρότι αναμφισβήτητα δεκτή και έγκυρη, μια τέτοια ανάγνωση, στην ουσία, απορεί μπροστά στον γκρεμό της ιστορίας που μας συμβαίνει.
Στην απορία πάνω, καλό θα ήταν να βρούμε ξανά στο δρόμο μας Το Κιβώτιο. Ο Αλεξάνδρου γράφει ένα μυθιστόρημα (που γι’ αυτόν ήταν όντως ζήτημα ζωής ή θανάτου), στοχαζόμενος το γεγονός ενός ήδη υπάρχοντος κενού στον πυρήνα του κοινωνικού φαντασιακού. Ως συνέπεια αυτού του γεγονότος, τον ενδιαφέρει το μέλλον –ένα μέλλον που, αν πράγματι μπορεί κάποια στιγμή να αποσυνδεθεί από το παρελθόν, θα γνωρίζει το κενό ως αρχή του.
Η θέση αυτή δυσκολεύει όσους επιθυμούν να δουν στην ιστορία μια εξισορροπημένη και προοδευτική διαλεκτική άρνησης και κατάφασης. Η αποδοχή του κενού τρομάζει, γιατί δεν παρέχει καμία ασφάλεια έναντι της ορμής μιας κοινωνίας ή μιας κοινωνικής τάξης προς την αυτοκτονία. Ήδη, βλέπουμε παγκοσμίως μια διόλου αμελητέα έξαρση θεολογικών αντιλήψεων της ιστορίας, απόλυτα αυτοκαταστροφικών, είτε εν ονόματι του “ορθολογισμού” είτε εν ονόματι του “φονταμενταλισμού”. (Βέβαια, το θείο και το κενό είχαν ανέκαθεν μια ιδιότυπη και αμοιβαία έλξη). Παρ’ όλες τις φρικαλέες, πράγματι, προοπτικές του, αυτό το φαινόμενο δημιουργεί επίσης μια εστία αντίστασης, που εδράζεται σε μια σειρά ερωτημάτων τα οποία τίθενται απολύτως ενσυνείδητα ως προς το ρίσκο των πράξεων που εκπροσωπούν: Πώς λαμβάνει κανείς το κενό ως αρχή, χωρίς να υποκύψει στη σαγήνη του θείου (και των υποκατάστατων του θείου); Πώς αναλαμβάνει κανείς την ευθύνη ενός κενού; Πώς γίνεται κατανοητή η ευθύνη εν μέσω του κενού;
Αυτά τα ερωτήματα δεν είναι απλώς λογοτεχνικά, όπως τα θέτει ο Αλεξάνδρου ή ο Κάφκα. Είναι πρωτίστως πρακτικά, δηλαδή πολιτικά –και μάλιστα θεμελιώδη στην οποιαδήποτε επαναστατική προοπτική, που θα αξίζει να συγκριθεί με τις κάποτε ένδοξες στιγμές του διεθνούς εργατικού κινήματος. Αν, πράγματι, θεωρούμε δεδομένο ότι ο άνθρωπος (κι όχι ο Θεός ή η Ιστορία) δημιουργεί την ιστορία, τότε πρέπει να αποδεχτούμε ότι κάθε δημιουργία που στοχεύει στη ριζική αλλαγή των εγκόσμιων δεδομένων ξεκινά από το παρελθόν ως μηδενικό σημείο. Τούτο δεν σημαίνει εξάλειψη της ιστορικής μνήμης. Σημαίνει, όμως, αποσύνδεση από τα σχήματα και τις φαντασιακές σημασίες του παρελθόντος και προσανατολισμό στην σύλληψη του θολού και αβέβαιου μέλλοντος, έστω και με αδύναμα, ημιτελή, και μη αποδείξιμα στοιχεία. Ο “υπαρκτός σοσιαλισμός”, εντέλει, δεν κατέρρευσε, γιατί ουδέποτε υπήρξε. Ο σοσιαλισμός υπάρχει και ανήκει στο μέλλον.