Λεξικό [αναμνήσεων των] δρόμων της μελάνης γράμματος που ταχυφαγικά θησαυρίστηκαν στη [βαλκανική] γλώσσα μάχης με εικόνες

Published
Διάστιχο

Για τον Γιώργο Χουλιάρα του Στάθη Γουργουρή

Στάθης Γουργουρής Δημοσιεύτηκε 27 Δεκεμβρίου 2014

Λεξικό [αναμνήσεων των] δρόμων της μελάνης γράμματος που ταχυφαγικά θησαυρίστηκαν στη [βαλκανική] γλώσσα μάχης με εικόνες

Κάπως έτσι θα αναγραφόταν σε ερείπιο τοίχου που θα ανακάλυπτε αρχαιολόγος του μέλλοντος, ως συνθηματικό κρυπτογράφημα (cipher), το συνολικό έργο του ποιητή και μυθογράφου Γιώργου Χουλιάρα, το οποίο και τιμήθηκε με το Βραβείο του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη από την Ακαδημία Αθηνών.

Η λέξη cipher στην καθομιλουμένη ελληνική μεταφράζεται απερίσκεπτα σε «τζίφρα», λέξη που, με τη σειρά της, χρησιμοποιούμε ανεπίσημα, αλλά τελειωτικά, για να δηλώσουμε την υπογραφή. Για έναν συγγραφέα που δεν θυμάται ακριβώς τι έχει ξεχάσει να πει, υπογραφή του δεν θα μπορούσε να είναι τίποτε άλλο εκτός από το σύνολο του έργου του.

Το έργο αυτό δεν τελειώνει ποτέ, παρότι η υπογραφή θεωρείται ότι επιφέρει (και σίγουρα επικυρώνει) ένα τέλος. Στην περίπτωση όμως του Χουλιάρα το τέλος είναι σχεδόν αδιανόητο, όχι γιατί ο ίδιος αρνείται να το υπογράψει –αντιθέτως, δημιουργεί πρωτοφανείς σύγχρονους μύθους εξ ονόματός του και μόνον– αλλά γιατί, ως μυθογράφος, δεν εξαντλείται από τις λέξεις με τις οποίες παλεύει διαρκώς και αναπόφευκτα, με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή, που απλώς αναπνέει.

Κάποτε, προ εικοσαετίας και βάλε, γράφοντας για το ξενόγλωσσο ιδίωμα αυτοχθόνων ταχυφάγων Fast Food Classics (1992), είχα πει ότι ο Χουλιάρας πάντα αγαπά αυτό που γράφει, αλλά δεν γράφει πάντα για αυτό που αγαπά. Πέρα από την απόλαυση των παλίνδρομων σκέψεων που αγαπάμε και οι δύο, νομίζω ότι ήθελα τότε να του μηνύσω πως τα πιο ενδόμυχα και προσωπικά του στοιχεία ήταν αυτά που ζητούσαν (και άξιζαν) την πιο εξώψυχη μυθοποίηση.

Γιατί τα μυθικά εργαλεία που μας παραδίνει απλόχερα η γλώσσα μας και τα οποία, μπορεί να πει κανείς, ανήκουν σε όλους είναι εντέλει φαντάσματα που ψάχνουν να βρουν σπίτι να στοιχειώσουν. Το να τα χαιρετάς στον δρόμο μένει απλώς στο πλαίσιο μιας αστικής ευγένειας. Η ποίηση απαιτεί το ρίσκο να τα μαζέψεις μέσα, να τα φέρεις στο σπίτι, να τα μάθεις γράμματα. Δικά σου γράμματα, αυτά που αγαπάς.

Σημειώνω τη συγκυρία ότι, κλείνοντας το τότε ταχυφαγείο, ο Χουλιάρας άνοιξε ένα Γράμμα, συγκλονιστικά προσωπικό, το οποίο δεν έπρεπε να είχε δει κανένας άλλος, ούτε καν εκείνος που το είχε γράψει. Έκτοτε, τυχεροί αναγνώστες ανακάλυψαν την καινούργια αλφάβητο μιας άλλης γλώσσας, αυστηρά προσωπικής, ακόμη κι όταν ο συγγραφέας επέλεγε να αραδιάζει προσωπεία του εαυτού του στις αγκάλες των άλλων ως ένδειξη της αγάπης του.

Έτσι ο Χουλιάρας κατάφερε να δημιουργήσει ένα αέναο έργο, το οποίο όχι μόνο (εξ ορισμού) δεν τελειώνει, αλλά είναι δύσκολο να βρει κανείς πού αρχίζει, αφού ό,τι περιέχει έχει ήδη υπάρξει πριν γραφτεί, όχι μόνο στον χρόνο του εαυτού και την ιστορία του άλλου, αλλά και σε ιστορίες, εαυτούς και άλλους που έχουν ήδη εμφανιστεί σε άλλα βιβλία, προηγούμενα μόνο και μόνο γιατί συνέβησαν σε άλλες ημερομηνίες. Οι ζωές των βιβλίων των ανθρώπων δεν ακολουθούν εξελικτική τροχιά. Οι άνθρωποι λέγεται ότι διαιωνίζουν το είδος, αλλά αυτό είναι μια απάτη θρησκευτικής προελεύσεως. Τα βιβλία αδιαφορούν, δεν έχουν τέτοιες αγωνίες. Γι' αυτό και μπορούν να κάτσουν στο ράφι ή στο πορτμπαγκάζ ενός αυτοκινήτου σε πλήρη ακινησία, μέχρι να βρεθεί το χέρι που θα τα ξαναβάλει στη ροή του χρόνου. Αλλά και τότε όμως αφήνουν τον εαυτό τους ελεύθερο στο τυχαίο, δίχως απαιτήσεις πληρώματος του χρόνου. Μυθογράφοι, όπως ο Χουλιάρας, θα έλεγαν ότι κάθε βιβλίο ήδη ξέρει το χέρι που θα του αποταθεί, ακριβώς γιατί γουστάρει να αφήνεται στην τύχη του.

Έχοντας αποφασίσει να γράφει για ό,τι αγαπά, ο Χουλιάρας αφέθηκε στην τύχη των γραπτών του με πλήρη γνώση του τι αυτό θα σήμαινε για ό,τι ζει και έχει ήδη ζήσει. Το σύνολο του έργου του, το οποίο έτσι κι αλλιώς πάντα έγραφε, τώρα θα αναμόχλευε τη ζωή του έτσι όπως ο ίδιος δεν θα μπορούσε ποτέ να διανοηθεί να πράξει ως άνθρωπος νοήμων και μνήμων. Ο συγγραφέας λέγεται ότι διαιωνίζει το έργο του, αλλά και αυτό είναι μια απάτη φιλολογικής προελεύσεως. Ο μυθογράφος, πάντως, σίγουρα προτιμά να απορεί ως προς το αν υπάρχει αρχή και τέλος σε οτιδήποτε μυθοποιείται και, συνεπώς, αφήνει τη ζωή του στην τύχη των μύθων του.

Αν υπάρχει αρχή στο Λεξικό αναμνήσεων –γιατί κάποια στιγμή το σύνολο του έργου πρέπει να έχει και ένα όνομα δικό του– αυτή είναι η αρχή των γραμμάτων. Έτσι δημιουργείται μια, ας πούμε, αλφαβητική τάξη, μόνο που κι εδώ –επειδή από κάθε γράμμα μπορεί να ξεκινήσουν άπειρες προτάσεις– οι χρόνοι και οι τόποι των αναμνήσεων δημιουργούν τις άπειρες σειρές δεδομένων που λατρεύουν κυρίως οι μαθηματικοί. Μπορεί κανείς να προσπαθήσει να σκαρώσει εξισώσεις που θα χαρτογραφούσαν τους χρόνους και τους τόπους του έργου, αλλά αν είναι πράγματι μαθηματικός που απολαμβάνει το άπειρο, κάθε εξίσωση που θα φιλοτεχνούσε θα δημιουργούσε το συνθηματικό κρυπτογράφημα (cipher) μιας ακόμη ανάμνησης του υπο-γράφοντος.

Και ούτω καθεξής.

Εικόνες [αναμνήσεων] που γράμμα-γράμμα βαλκανίως [απο]θησαυρίστηκαν σε δρόμους μάχης μεταξύ ταχυφαγείων της μελάνης και άλλης γλώσσας λεξικού

ο αρχαιολόγος του μέλλοντος, υπο-γράφων

ΣΓ

https://diastixo.gr/epikaira/apopseis/3300-xouliaras-gourgouris

ΣΓ αναγνωση 1
Ανάγνωση Λεξικού 1


 

ΣΓ Ανάγνωση 2
Ανάγνωση Λεξικού 2