Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Χάρτης 40
Φρεντ Τζέιμσον (1934-2024)
Το πρωί της Κυριακής 23 Σεπτεμβρίου, πριν κυκλοφορήσει η είδηση δημοσίως, έμαθα από ένα συνάδελφο, τον οποίο γνωρίζω από τα μεταπτυχιακά μας χρόνια, αν και σε άλλο πανεπιστήμιο, ότι πέθανε ο Φρεντ Τζέιμσον. Όπως ταχύτατα μεταφέρθηκε το νέο μεταξύ μας, μαζί με την απέραντη θλίψη στο αιφνιδιαστικό άκουσμα, σημείωσα και την έκπληξη των περισσοτέρων. Κάποιοι, μάλιστα, την εξέφρασαν με τον ίδιο τρόπο—«ποιος το περίμενε; φαινόταν αθάνατος».
Γεννημένος τον Απρίλιο του 1934, ο Τζέιμσον είχε κλείσει τα 90 του χρόνια, όμως παρέμενε ενεργός και δυναμικός με τέτοιο τρόπο που η ζωή του δεν κατέγραψε ποτέ το γήρας. Δημοσίευσε 35 (!) βιβλία φιλοσοφίας και λογοτεχνικής κριτικής και θεωρίας, με τα δύο τελευταία μέσα στο 2024. Υπήρξε καθηγητής στο Χάρβαρντ και στο Γέηλ, αλλά επίσης και στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας σε διάφορες φάσεις, πριν καταλήξει το 1985 στο Ντιούκ, όπου και ίδρυσε ένα μοναδικό στον πανεπιστημιακό χώρο τμήμα λογοτεχνικής κριτικής και θεωρίας, το οποίο εγκαθίδρυσε μια άμεσα αναγνωρίσιμη σχολή μεθοδολογίας.
Οι φοιτητές και φοιτήτριες του έχουν κατακλύσει τα τμήματα φιλολογίας (σε διάφορες γλώσσες και παραδόσεις), συγκριτικής λογοτεχνίας και λογοτεχνικής θεωρίας, σε τέτοιο εύρος και διάρκεια ώστε συχνά συνυπάρχουν νέοι και νέες που τώρα ξεκινούν την καριέρα τους με άλλους και άλλες που τώρα βγαίνουν στην σύνταξη. Αυτό από μόνο του είναι ασύγκριτο. Πολλοί εξ αυτών έχουν υπάρξει καθοριστικοί παράγοντες στην διεθνή γραμματεία με δικό τους φιλοσοφικά και παιδαγωγικά ριζοσπαστικό έργο.
Οι διάφοροι καιροί του Τζέιμσον με αυτή την έννοια διαπερνούν πολλαπλές και κορυφαίες περιόδους στην ιστορία. Πήρε το διδακτορικό του από το Γέιλ το 1959, υπό την επίβλεψη του θρυλικού Έριχ Άουερμπαχ, η έκδοση τoυ οποίου αποτέλεσε την πρώτη σοβαρή μελέτη του Σαρτρ στα αγγλικά. Πρωτοστάτησε στην διδασκαλία της λεγόμενης «μετά το ’68 σκέψης» στην Αμερική, πάντοτε μέσα από μια αυστηρά διαλεκτική σκοπιά, ανανεώνοντας την μαρξιστική σκέψη σε κάθε στροφή που αυτή κόλλαγε στα δικά της αδιέξοδα. Στην πορεία αυτή διακρίθηκε πολύ νωρίς και σαν ακτιβιστής σε διάφορες ομάδες κινηματικός αλληλεγγύη από την Λατινική Αμερική μέχρι την Παλαιστίνη. Ως αριστερός στοχαστής (και βέβαια αφοσιωμένος μελετητής του μοντερνισμού) υπήρξε ο πρώτος που αποδέχτηκε τον μεταμοντερνισμό χωρίς δικαιολογίες και αναστολές, καθιερώνοντας μάλιστα το ερμηνευτικό ιδίωμα (πέραν του Λυοτάρ) στις βάσεις του οποίου έγινε κατόπιν η κριτική αποτίμηση του.
Για την δική μου την γενιά υπήρξε εξίσου καθοριστικός όσο ο Φουκό, ο Ντεριντά, ο γαλλικός φεμινισμός ή ο Σαΐντ, προτού στραφούμε στις μετα-αποικιακές πλευρές της θεωρίας. Πριν τον γνωρίσω είχα ήδη διαβάσει το Μαρξισμός και μορφή (1971), ένα έργο σταθμό γιατί ήταν το πρώτο βιβλίο που εξηγούσε την σημασία της Σχολής της Φρανκφούρτης στα πλαίσια της μαρξιστικής ερμηνείας της πολιτικής των ιδεών και του πολιτισμού. Τότε ελάχιστοι γνώριζαν ποιος ήταν ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, όχι μόνο στον αγγλόφωνο αλλά και στον γαλλόφωνο χώρο. Συνέδεσε δε αυτή την γερμανική παράδοση με τον Σαρτρ, αλλά όχι μέσω της γνωστής χαιντεγγεριανής οδού αλλά στα πλαίσια του μαρξισμού. Ήξερε άπταιστα γαλλικά και γερμανικά και υπήρξε πρωτοπόρος διδάξας του πως μπορούμε να σκεφτούμε και στις δύο αυτές ευρωπαϊκές παραδόσεις ταυτόχρονα.
Τον πρωτογνώρισα το 1983 στο UCLA, όπου εμφανίστηκε στο αμφιθέατρο σε επίσημη διάλεξη φορώντας μια ολόσωμη μπλουτζίν φόρμα εργασίας. Προσπάθησα να βρω μια τέτοια φωτογραφία, αλλά δεν υπάρχει πουθενά. Επέλεξα την συγκεκριμένη, που είναι πολύ αργότερα, ενδεικτικά για την χαρακτηριστική του χαλαρή χειρονομία με την οποία μιλούσε και δίδασκε — στη συγκεκριμένη περίπτωση περιτυλιγμένος από την κατανυκτική διάθεση όλων τριγύρω (δυστυχώς εδώ μόνο αγοριών).
Εκείνο το βράδυ, θυμάμαι, το περάσαμε σε σπίτι φίλων συζητώντας και πίνοντας μέχρι πρωίας. Καθόμασταν στο πάτωμα γύρω από ένα χαμηλό τραπέζι και η συζήτηση ήταν επί παντός επιστητού—για διάφορα θέματα της Αριστεράς και του μαρξισμού βέβαια, αλλά και για τον μοντερνισμό, την αποδόμηση, τον Μπρεχτ, την ουρμπανιστική ιδιαιτερότητα του Λος Άντζελες και ποιος ξέρει τι άλλο που τώρα έχω ξεχάσει. Θυμάμαι, όμως, χαρακτηριστικά ένα διάλογο που κάναμε περί μουσικής, συγκεκριμένα κατά πόσον ο μινιμαλισμός ήταν μια συντηρητική στροφή που εξυπηρετούσε κιόλας τις ανάγκες μιας αγοράς «σοβαρής» μουσικής. Η ρυθμική επανάληψη, θεωρούσε —και είχα τότε συμφωνήσει— εξυπηρετούσε τις υπνωτικές διαστάσεις του καταναλωτικού υποκειμένου. Εκτιμούσε την παρέμβαση της Λόρι Άντερσον περισσότερο από του Φίλιπ Γκλας.
Εννοείται, είχα σαγηνευτεί από αυτή την οικειότητα του με τον κόσμο των φοιτητών. Ένας τεράστιος στοχαστής καθόταν στο πάτωμα και ευχαριστιόταν τη συζήτηση της παρέας όπως όλοι μας. Είκοσι χρόνια αργότερα, το 2006, όταν είχα επιστρέψει για ένα διάστημα στο UCLA ως καθηγητής πλέον, είχα παρακολουθήσει ένα σεμινάριο του με την ίδια φοιτητική λαχτάρα. Εκείνη την μέρα δίδασκε την Αισθητική θεωρία του Αντόρνο. Έχοντας πλέον αφομοιώσει το δύσκολο αυτό κείμενο μετά από τόσα χρόνια μελέτης, είχα μείνει άφωνος από την διαύγεια και αμεσότητα, την απλή γλώσσα, με την οποία έκανε τις δυσνόητες αντιλήψεις του Αντόρνο κατανοητές και τον ενθουσιασμό που προκαλούσε στην αίθουσα με πέντε-έξι φράσεις. Υπήρξε κορυφαίος δάσκαλος.
Σημειώνω ενδεικτικά δύο μνημειώδεις φράσεις του:
Η ιστορία είναι αυτό που πονάει. Η περίφημη φράση ανήκει στο βιβλίο Το πολιτικό ασυνείδητο (1981), έργο υποδειγματικό του πως λογοτεχνική θεωρία και λογοτεχνική κριτική είναι η ίδια πράξη. Ταυτόχρονα, βέβαια, κορυφαίο εγχείρημα μαρξιστικής σκέψης στο ότι αναδεικνύει την ιστορία ως θεμελιακό παράγοντα των ίδιων των αισθήσεων και των αφηγήσεων (τους), με την ευχέρεια μιας γκάμας που καλύπτει την εμπλοκή της πολιτικής πράξης με την αισθητική, αφηγηματική, αναστοχαστική και επινοητική πράξη αλλά εναντίον του εύκολου (και τραγικού ως προς τις συνέπειες του) μαρξιστικού ιστορικισμού. Η ιστορία πονάει γιατί δεν είναι αφηρημένη ιδέα, ούτε λογική, ούτε μηχανισμός, ούτε ιδεώδες, αλλά η ίδια η καθημερινή εμπειρία της ζωής που χαράσσεται, πολλές φορές οδυνηρά, στα σώματα των ανθρώπων. Πέραν τούτου, όμως, το βιβλίο παραμένει πεισματικά συγκεντρωμένο στην λογοτεχνία, διδάσκοντας ειδικούς και ξένους προς το είδος τι σημαίνει πράγματι λογοτεχνική σκέψη και πράξη ως επιστήμη.
Είναι ευκολότερο να φανταστούμε το τέλος του κόσμου παρά το τέλος του καπιταλισμού. Παραθέτω εδώ την φράση όπως έχει περάσει στη βιβλιογραφία και συζητηθεί κατά κόρον. Η διατύπωση, όμως, είναι λάθος. Ανήκει σε ένα δοκίμιο με τίτλο «Η πόλη του μέλλοντος» [“Future City”], που δημοσιεύτηκε στο New Left Review το 2003, όπου ο Τζέιμσον λέει το εξής: «Κάποιος είπε κάποτε ότι είναι ευκολότερο να φανταστούμε το τέλος του κόσμου παρά το τέλος του καπιταλισμού. Τώρα μπορούμε να αναθεωρήσουμε μέσα από το πρίσμα μιας προσπάθειας να φανταστούμε τον καπιταλισμό ενώ φανταζόμαστε το τέλος του κόσμου». Η αληθινή διατύπωση δείχνει μια χαρακτηριστικά διαλεκτική —αλλά και θεατρική— χειρονομία του λόγου, όπου η γνωστή φράση απονέμεται σε κάποιον άλλον —ο Τζέιμσον εδώ σκηνοθετεί τον εαυτό του ως άγνωστο— και ακολουθείται από μια δεύτερη φράση που αντιστρέφει την ιεραρχία στη σχέση μεταξύ καπιταλισμού και τέλους του κόσμου.
Έτσι, μια σκέψη που δηλώνει την αδυναμία της φαντασίας ενώπιον του καπιταλισμού ως αθάνατο τέρας καταλήγει στο να επινοήσει πως η φαντασία μπορεί να αναγνωρίσει και εντέλει να αρνηθεί αυτή την τερατώδη λογική. Αν κατανοήσουμε ότι η λογική του καπιταλισμού δεν είναι παρά η λογική της συντέλειας του κόσμου —δηλαδή, ότι το τέλος του, ο σκοπός και η κατάληξη του, είναι η ολική καταστροφή του κόσμου— τότε οι αποκαλυπτικές και καταστροφολογικές μας φαντασιώσεις γίνονται όντως φαντασιακές επινοήσεις ενός πιθανού τέλους του καπιταλισμού.
Το περίπλοκο αυτό σκεπτικό είχε αποτυπωθεί στο κορυφαίο έργο του Τζέιμσον Μεταμοντερνισμός ή η λογική του ύστερου καπιταλισμού ήδη από το 1984 — ως άρθρο, το βιβλίο εκδόθηκε το 1989. Αν δεν απατώμαι, αυτό είναι το πρώτο βιβλίο του Τζέιμσον που μεταφράστηκε στα ελληνικά κατόπιν πρωτοβουλίας του Άγγελου Ελεφάντη σχεδόν εκ παραδρομής — εφόσον, καθότι γαλλοτραφής, θεωρούσε ότι οι Αμερικανοί δεν μπορούν να παράγουν κριτική σκέψη (λάθος πρώτον) και ως εκ τούτου επέλεξε κατ’ εξαίρεση ένα βιβλίο μαρξιστή θεωρώντας (λάθος δεύτερον) ότι το έργο ήταν συλλήβδην πολέμιο κατά του μεταμοντερνισμού.
Το έργο κάλυψε κάποιες ανάγκες της τότε ελληνικής διανόησης, όμως με συντηρητικό πρόσημο γιατί έκατσε πάνω σε ένα κενό γνώσης, το οποίο επέτρεπε στον οποιονδήποτε, ασχέτως πολιτικής θέσης, να πει οτιδήποτε (βλακώδες) για το τι είναι το μεταμοντέρνο. Και βέβαια πάνω στο κενό που δημιουργούσε συγκεκριμένα η άγνοια για το έργο του Τζέιμσον, το οποίο ήταν ήδη τεράστιας και καθοριστικής σημασίας.
Αυτή η χαώδης τρύπα στο γνωσιολογικό πλαίσιο που αφορούσε την εξέλιξη της λογοτεχνικής και μαρξιστικής θεωρίας —πεδία αυτόνομα αλλά συνδεδεμένα με μοναδικό τρόπο από την παρουσία του Τζέιμσον στην παγκόσμια σκέψη (σημειώνω πόσο τεράστια είναι π.χ. η επιρροή του στη Κίνα)— δεν ξεπεράστηκε από τις μετέπειτα βιαστικές μεταφράσεις του έργου του στα ελληνικά. (Χωρίς να γνωρίζω από πρώτο χέρι μαθαίνω ότι οι πιο πρόσφατες μεταφράσεις του Πάνου Σταθάτου, μαζί με τις μελέτες του για τον Τζέιμσον, επιτέλους προσφέρουν στον Έλληνα αναγνώστη την δυνατότητα μιας άξιας αποτίμησης).
Ομολογώ, η ιστορία της άγνοιας στα ελληνικά γράμματα για την επιρροή του Τζέιμσον στην παγκόσμια σκέψη της τελευταίας πενηντακονταετίας —μιλάμε για τεράστια απώλεια στα πλαίσια της μόρφωσης των νέων, γενιά με γενιά—δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από την επαρχιώτικη αντίληψη που επικρατούσε τότε συγκεκριμένα στον χώρο της λογοτεχνικής κριτικής και φιλολογίας, πολλές φορές δε με δυστυχώς αριστερό πρόσημο.
Γιατί ο Τζέιμσον, πέρα από οτιδήποτε άλλο, υπήρξε αδιαμφισβήτητα στοχαστής της λογοτεχνίας, ακόμη και όταν δημιουργούσε τομές στον χώρο της αρχιτεκτονικής θεωρίας, για να μη πω προφανώς της μαρξιστικής σκέψης ή της δυτικής φιλοσοφίας εν γένει. Ως κριτικό και θεωρητικό λογοτεχνίας τον διαβάσαμε και ακόμη (οφείλουμε να) διαβάζουμε. Με κύριο μάθημα ότι η φιλολογία δεν είναι εντέλει μια παθητική ανάγνωση κειμένων από ειδικούς, εργασία στην οποία εξάλλου ήταν μαιτρ, αλλά είναι ανάγνωση του κόσμου ως πάλη—ανάγνωση του κόσμου των αισθήσεων και της ιδεολογίας εξίσου, με την ιστορία υπόβαθρο και την φαντασία εξέδρα καταδύσεων.